Ένας από τους καταραμένους ποιητές, ιδανικός αυτόχειρας της ελληνικής λογοτεχνίας, γιός της νύχτας, ένας Ντόριαν Γκρέι της εποχής του. Αντισυμβατικός, γεμάτος αντιφάσεις, ρομαντικός, ευαίσθητος, μελαγχολικός. Ναπολέων Λαπαθιώτης.
«Μια φορά κι έναν καιρό, ή καλύτερα τη νύχτα προς το ξημέρωμα της 31ης Οκτωβρίου 1888, στην Αθήνα, σ’ ένα σπίτι της πλατείας των Αγίων Θεοδώρων, είδε το φως, ένα κατάξανθο παιδάκι.», όπως ο ίδιος είχε γράψει στην απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας του.
Ο πατέρας του, με καταγωγή από την Κύπρο, από την Λάπηθο, αξιωματικός του ελληνικού στρατού, μετέπειτα βουλευτής και Υπουργός. Η μητέρα του, Βασιλική Παπαδοπούλου, ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη.
Όντας παιδί ευκατάστατης οικογένειας, θα λάβει ανάλογη εκπαίδευση. Θα κάνει μαθήματα πιάνου, ζωγραφικής και θα διδάσκεται τρεις ξένες γλώσσες, γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά.
Σε ηλικία 7 ετών θα γράψει τα πρώτα του ποιήματα. 1901. Σε ηλικία μόλις 13 ετών εκδίδει με έξοδα του πατέρα του το πρώτο του έμμετρο δράμα «Νέρων ο Τύρρανος».
1905, γράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών, παίρνει δίπλωμα, μα δεν θα ασκήσει ποτέ το επάγγελμα. Αντ’ αυτού, θα συνεχίσει να γράφει ποίηση, πεζογραφία και άρθρα στα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής.
Βρισκόμαστε πλέον στο 1910…
Ο Λαπαθιώτης δεν θα κρύψει ποτέ την σεξουαλικότητά του. Δεν θα διστάσει μάλιστα να δημοσιεύσει το ποίημα «Κι έπινα μέσα από τα χείλη σου», ποίημα που θα προκαλούσε σφοδρές αντιδράσεις…
Ενώ άλλοι ποιητές γράφουν για την ανδρεία των αγωνιστών, ο Λαπαθιώτης θα γράφει για τον πόνο της μάνας.
1917. Θα ακολουθήσει τον πατέρα του στην Αίγυπτο ως διερμηνέας. Εκεί θα γνωρίσει τον Καβάφη με τον οποίον θα αναπτύξει μια μακροχρόνια φιλία. Εκεί θα μυηθεί και στα ναρκωτικα…
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αρχίζει η νυχτόβια ζωή του. Οι φίλοι του απόκληροι της ζωής, ρεμπέτιδες, νεαροί εργάτες. Θα βοηθά τους φτωχούς, θα επιστρέφει ξημέρωμα στο σπίτι, έχοντας μαζέψει άλλη μια άρρωστη γάτα από τον δρόμο.
1927. Ασπάζεται τον κομμουνισμό. Θα στείλει επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο των Αθηνών ζητώντας τη διαγραφή του από τους κόλπους της Ορθοδοξίας.
«Καημός αλήθεια να περνώ
του έρωτα πάλι το στενό
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά
μια μέρα του θανάτου.»
7 Αυγούστου 1928. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης θα γράψει το ερωτικό, ένα ποίημα – παιχνίδι με τις λέξεις, ένα ποίημα που κρύβει μια μυστική αφιέρωση. Θα κρυπτογραφήσει στους στίχους του το όνομα ενός από τους μεγαλύτερους έρωτές του. Η ακροστιχίδα του ποιήματος θα σχηματίζει το όνομα «Κώστας Γκίκας».
Το ποίημα δεν θα δημοσιευθεί ποτέ όσο ο ποιητής βρίσκεται εν ζωή, θα γίνει όμως τραγούδι τέσσερις δεκαετίες μετά το θάνατό του, το 1987…από τον Νίκο Ξυδάκη.
«Ας είν’ ωστόσο, τι ωφελεί
γυρεύω πάντα το φιλί
στερνό φιλί, πρώτο φιλί
και με λαχτάρα πόση.»
Ομοφυλόφιλος, κομμουνιστής, ουσιοεξαρτώμενος. Τα τρία χειρότερα χαρακτηριστικά για έναν άνθρωπο στην εποχή του. Χαρακτηριστικά που θα του στοίχιζαν μα ούτε στιγμή δεν θα τα έκρυβε.
Θα ακολουθήσει ο θάνατος της μητέρας του και έπειτα του πατέρα του. Απώλειες που θα επιδράσουν καταλυτικά στη ζωή του και θα τον φέρνουν όλο και πιο κοντά την ιδέα του θανάτου.
Πάμφτωχος πλέον. Θα ξεπουλήσει την οικογενειακή περιουσία, το πιάνο και την πλούσια βιβλιοθήκη του για να ζήσει.
Στο σπίτι όπου δημιούργησε, στα Εξάρχεια, στη γωνία των οδών Οικονόμου και Κουντουριώτου, εκεί θα ακούσει και «το βραχνό τραγούδι του θανάτου», με «μια κίνηση, μια κίνηση μονάχα». 7η προς 8η Ιανουαρίου 1944, θα δώσει τέλος στη ζωή του. Θα ταφεί τέσσερις ημέρες αργότερα με έρανο φίλων του…
Ογδόντα και πλέον χρόνια μετά το θάνατό του, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης θα βρίσκει ακόμα τον χώρο του στην τέχνη, απαλλαγμένος πλέον από τα μεγάλα ταμπού της εποχής του και θα ανακαλύπτεται ξανά και ξανά.