Αν υπήρξε μία στιγμή στη σύγχρονη Ιστορία της Κύπρου η οποία διαμόρφωσε κατά τρόπο καταλυτικό την εξέλιξη του τόπου και των ανθρώπων, αυτή αναμφισβήτητα ήταν η 24η Απριλίου 2004. Η ημέρα, δηλαδή, του δημοψηφίσματος για το σχέδιο Ανάν. Η περίοδος εκείνη, όπως αφέθηκε να εξελιχθεί από τους τότε πρωταγωνιστές της πολιτικής, σαφώς και δεν έδωσε την ευκαιρία ενός σοβαρού και ψύχραιμου διαλόγου. Ενδεχομένως γιατί ως πολιτικό σύστημα αλλά και ως κοινωνία, βρισκόμασταν για πρώτη φορά μπροστά σε ένα τόσο δραματικό δίλημμα, χωρίς καμία προετοιμασία. Έτσι, ενώ όλες οι βασικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου αποδέχονταν ως «βάση συζήτησης» το σχέδιο Ανάν και κατηγορούσαν τον Ραούφ Ντενκτάς για την αρνητική του στάση, ουδείς φρόντισε να εξηγήσει στον κόσμο πού ήταν δυνατό να οδηγήσει αυτή η διαπραγμάτευση. Το σχέδιο Ανάν δεν ήρθε σαν «κεραυνός εν αιθρία». Η ελληνοκυπριακή πλευρά το διαπραγματευόταν για δύο ολόκληρα χρόνια, ενώ οι βασικές του αρχές αποτελούσαν το πλαίσιο των συζητήσεων για δεκαετίες.
Άλλωστε, όταν στις 10 Μαρτίου 2003, ο Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών κάλεσε στη Χάγη τους Τάσσο Παπαδόπουλο και Ραούφ Ντενκτάς για να απαντήσουν ξεκάθαρα εάν ήταν έτοιμοι να αποδεκτούν και να θέσουν σε δημοψήφισμα το σχέδιό του, αυτός που απάντησε «όχι», ήταν ο τουρκοκύπριος ηγέτης. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος είχε δηλώσει μετά από εκείνο το ναυάγιο, το οποίο -ξεκάθαρα- αποδόθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη αποκλειστικά στον Ντενκτάς:
“Η θέση η δική μας ήταν να θέσουμε το Σχέδιο σε δημοψήφισμα εφόσον υπήρχε συμπληρωμένο ολόκληρο το πακέτο της νομοθεσίας, ιδιαίτερα νομοθεσίας που αφορούσε το κοινό κράτος και την Κυβέρνηση του κοινού κράτους (…). Είπαμε, επίσης, ότι εφόσον μέσα στο Σχέδιο παραμένει ως όρος απαράβατος το θέμα της ασφάλειας, έπρεπε οι Κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, που τις αφορούσε το θέμα, να καταλήξουν σε μια συμφωνία, ώστε όταν το δημοψήφισμα θα έμπαινε μπροστά στο λαό, ο λαός να γνώριζε με πληρότητα και σαφήνεια τι εκαλείτο να ψηφίσει”.
Ένα χρόνο μετά, με τον Ντενκτάς να μπαίνει στο περιθώριο, αυτός που είπε το «όχι», σε μια αρκετά βελτιωμένη μάλιστα εκδοχή του σχεδίου, ήταν ο Τάσσος Παπαδόπουλος και η συντριπτική πλειοψηφία (76%) των Ελληνοκυπρίων. Μια φράση τότε του Προέδρου της Δημοκρατίας, αποκάλυπτε την κυρίαρχη άποψη που είχε ήδη εμπεδωθεί στα δώματα της ελληνοκυπριακής πολιτικής εξουσίας. «Παρέλαβα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω κοινότητα, χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα».
Με αυτό τον τρόπο, ουσιαστικά έκλεισε το κεφάλαιο της ομοσπονδίας που -με τον ένα ή άλλο τρόπο- συζητούσαμε από το 1977. Και τι απέμεινε; Αυτό που στη συνέχεια έγινε επίσημη πολιτική ΟΛΩΝ των δυνάμεων: Η υπεράσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπό τη σημερινή της μάλιστα μορφή. Διότι δεν πιστεύω ότι οι φανατικοί της άποψης αυτής θα αποδέχονταν πραγματικά μια ενδεχόμενη επιστροφή των Τουρκοκυπρίων στα οργανα εξουσιας του κράτους. Και μάλιστα υπό τους δυσμενέστερους όρους των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου.
18 χρόνια μετά, ας μην μετρήσουμε ούτε πόσοι πρόσφυγες θα επέστρεφαν στις περιουσίες τους, ούτε πόσα και ποια εδάφη θα επιστρέφονταν υπό ε/κ διοίκηση, ούτε πόσο αλλοιώθηκαν οι ε/κ περιουσίες από τότε, ούτε πόσο πιο λίγοι θα ήταν οι έποικοι, ούτε πόσα θα ήταν τα στρατεύματα, ούτε πόσο λιγότερα θα ήταν τα νέα τετελεσμένα.
Κι επειδή είμαι βέβαιος ότι θα προβληθεί το επιχείρημα «αν τα εφάρμοζε όλα αυτά η Τουρκία», απαντώ εκ των προτέρων πως μεταξυ του «αν» και της σημερινής πραγματικότητας, εκείνο που μπορούμε με ασφάλεια να αξιολογήσουμε είναι η σημερινή πραγματικότητα.
Ας αναλογιστούμε λοιπόν πόσο δραματικά πλέον εισχώρησε στο μυαλό όλων η λύση των δύο κρατών. Μέχρι που παρασκηνιακά να τη συζητούμε εμείς οι ίδιοι. Το τραγικό είναι πως, αν ήμασταν λίγο πιο ειλικρινείς με τους ίδιους τους εαυτούς μας, θα μπορούσαμε να κερδίσουμε πολλά ακόμα και υπό αυτούς τους όρους. Τους οποίους, παρεμπιπτόντως, απορρίπτουμε μετά βδελυγμίας όλοι….