Πριν από λίγο καιρό βρέθηκα για πρώτη φορά σε εξέταση για διεκδίκηση θέσης εργασίας στη δημόσια υπηρεσία. Τις επτά συνολικά θέσεις διεκδίκησε πολλαπλάσιος αριθμός υποψηφίων, με μέσο όρο ηλικίας λίγο πιο κάτω από τριάντα, όλοι τους καλά προετοιμασμένοι για την απόκτηση της πολυπόθητης θέσης. Σε κάποια στιγμή λίγο πριν ξεκινήσουμε η επιτηρήτρια ρώτησε πόσοι από εμάς είμαστε άνεργοι. Από τα δώδεκα περίπου άτομα που ήμασταν στην αίθουσα δεν απάντησε καταφατικά κανένας. Αν θεωρήσουμε ότι η ανεργία δεν είναι η πρωταρχική αιτία που οδηγεί τόσους νέους στις κυβερνητικές εξετάσεις, τότε ποιοί είναι οι παράγοντες που έχουν ανάγει μια θέση στο δημόσιο σε άπιαστο όνειρο και πόσο υγιές είναι αυτό για την Κυπριακή κοινωνία και οικονομία;
Ο πρώτος λόγος που θα σκεφτεί κανείς είναι φυσικά ο μισθός. Κανένας απόφοιτος πανεπιστημίου στον ιδιωτικό τομέα δεν παίρνει ως πρώτο μισθό 1600 ευρώ καθαρά, όσα θα πάρει κάποιος που θα ξεκινήσει στο δημόσιο στην κλίμακα Α8. Για να φτάσει σε αυτό το ποσό πρέπει να αποκτήσει κάποια χρόνια εμπειρίας, χωρίς βέβαια να του το εγγυάται κανείς. Ενώ στον ιδιωτικό τομέα η αύξηση και η προαγωγή δεν είναι πάντα δεδομένες, στο δημόσιο είναι σταθερές, κάτι που προσδίδει στην δημόσιο υπάλληλο μια ασφάλεια η οποία απουσιάζει από τον εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα.
Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που παρέχουν πλέον ταμείο προνοίας, 13ο μισθό, και λοιπά προτερήματα είναι πιο σπάνιες και από βροχή τον Αύγουστο. Στο δημόσιο όμως είναι δεδομένα και δρουν ως επιπρόσθετα κίνητρα στο να κυνηγήσεις την όποια θέση δημοσιεύεται. Η ασφάλεια του να γνωρίζεις ότι δεν θα απολυθείς ποτέ, το ότι δεν θα χρειάζεται να αποδεικνύεις συνεχώς σε κάποιον ανώτερό σου πόσο ικανός και πόσο αναγκαίος είσαι για τη δουλειά ή ακόμα και το ωράριο, αποτελούν επιπρόσθετα κίνητρα για να στραφείς προς το δημόσιο.
Αυτές οι διαφορές έχουν ως επακόλουθο την ύπαρξη εργαζομένων δύο ταχυτήτων με ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα τους το οποίο θα πρέπει κάποτε να γεφυρωθεί προς όφελος όλων μας. Ένας δημόσιος υπάλληλος που πήρε μια θέση απλά και μόνο γιατί πέτυχε σε κάποιες εξετάσεις αλλά αδιαφορεί και δεν προσφέρει όσο θα έπρεπε παρασιτεί εις βάρος του κάθε φορολογουμένου πολίτη. Από την άλλη ένας ιδιωτικός υπάλληλος ο οποίος αμείβεται πενιχρά, συνεχώς στρεσαρισμένος και απογοητευμένος θα έχει ως μόνο στόχο να διοριστεί και αυτός στο δημόσιο. Έτσι καταλήγει να δημιουργείται ένα γραμμικό σύστημα που παράγει αναρίθμητους υποψηφίους για ελάχιστες θέσεις, συντηρώντας έτσι τη νοοτροπία του νεποτισμού και του μέσου, η οποία είναι ακόμη βαθιά ριζωμένη στην Κυπριακή κουλτούρα.
Για την πάταξη του φαινομένου, πρέπει οι δύο τομείς να ισοσταθμιστούν. O δημόσιος τομέας πρέπει να γίνει πιο παραγωγικός, πιο αποδοτικός και να στελεχωθεί με άτομα που πραγματικά δικαιούνται τις θέσεις του και όχι απλά γιατί έγραψαν καλά σε μια εξέταση Ελληνικών, Αγγλικών και λογικής ή γιατί έχουν γνωστούς σε καίριες θέσεις. Στον αντίποδα ο ιδιωτικός τομές θα πρέπει να ανταμείβει τους υπαλλήλους του, να τους δίνει κίνητρα για να εξελιχθούν και να σέβεται τα εργατικά δικαιώματα τα οποία πρέπει να επαναξιολογηθούν από το κράτος.
Ξοδεύουμε το ένα τρίτο της ημέρας μας στη δουλειά που σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος της διάθεσης και της ευτυχίας μας επηρεάζεται από αυτήν. Η στέγαση, η σίτιση και όλες μας οι πρώτες ανάγκες εξαρτώνται από αυτήν. Η ευμάρειά μας εξαρτάται από αυτήν. Γι’ αυτό και ο κάθε ένας από εμάς προσπαθεί με θεμιτά και αθέμιτα μέσα στο να κερδίσει την καλύτερη δυνατή δουλειά που υπάρχει εκεί έξω για να διασφαλίσει το παρoν αλλά και το μέλλον του.