Την περασμένη εβδομάδα βρέθηκα στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Υγείας, στη συζήτηση γύρω από τους ασθενείς με ανορεξία. Ή για να είμαι ακριβής στη συζήτηση γύρω από άλλη μια ομάδα ανθρώπων που παραμένουν αόρατοι ως ασθενείς. Η τραγική συνειδητοποίηση ήρθε όταν αντιλήφθηκα πως πριν το ΓεΣΥ αυτοί οι άνθρωποι, τουλάχιστον οι ενήλικες, ήταν όντως αόρατοι για την πολιτεία, αφού η μοναδική δομή που έχουμε στην Κύπρο υποστηρίζει μόνο παιδιά. Βέβαια, και μετά το ΓεΣΥ -που τελικά υπάρχουν- βρίσκονται στην κατηγορία “υπερφαγία”.
Δεν ξέρω τι συγκλόνισε το μέσα μου περισσότερο, η προσωπική μαρτυρία ασθενούς που εδώ και χρόνια παλεύει με την ασθένεια και ταυτόχρονα και με το σύστημά μας; Ή οι αρμόδιες υπηρεσίες που κατέληξαν πως η λύση βρίσκεται στη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής; Ακόμα δεν το έχω ξεδιαλύνει. Παρόλα αυτά επέλεξα απ’ τη συζήτηση να κρατήσω την ουσία: την ιστορία της Παντελίνας, που δίνει αξιοπρεπώς τη δική της μάχη και έχει το σθένος να παλεύει και για όλους τους άλλους ασθενείς ανορεξίας, επειδή σαφώς και δεν είναι αόρατοι, ούτε ανύπαρκτοι. Και επέλεξα να κρατήσω και τα λόγια του πατέρα της που σαν βράχος μίλησε με ειλικρίνεια για το πόσο δυνατοί πρέπει να είναι και να παραμένουν οι άνθρωποι δίπλα σε κάθε ασθενή ανορεξίας και πως και οι ίδιοι χρήζουν ειδικής στήριξης και υποστήριξης (περιττό πως ούτε αυτό ισχύει στην Κύπρο μας … ).
Διαπίστωσα, επίσης, για άλλη μια φορά πως σε αυτό το νησί φοβόμαστε τις λέξεις. Φοβόμαστε να ονοματίσουμε τα πράγματα. Δεν ξέρω αν είναι λόγω της ψευδαίσθησης πως άμα δεν τα πεις, δεν συμβαίνουν κιόλας. Όμως, στο 2023 και αφού μπορούμε αριθμητικά να αναφερόμαστε στους ασθενείς ανορεξίας και στα συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά τους, ε τότε μπορούμε να τους πούμε και με το όνομά τους: ασθενείς ανορεξίας.
Επιστρέφοντας σπίτι και ενώ στριφογύριζαν τα λόγια της Παντελίνας και του πατέρα της στο κεφάλι μου, επέλεξα -κακώς- να ανοίξω την τηλεόραση. Και πάλι ήρθα αντιμέτωπη με την άρνησή μας ως λαός να ονοματίσουμε πράγματα, καταστάσεις, συνθήκες ή και οτιδήποτε άλλο. Πάντα, πάντα ψάχνουμε ορισμούς που αγγίζουν επιδερμικά την ουσία, που δεν θα κλονίσουν το ροζ συννεφάκι που υποτίθεται πως ζούμε, ούτε θα ταραχθεί η υποτιθέμενη ισορροπία που κάποιοι θέλουν να προβάλουν ως το lifestyle της διπλανής πόρτας. Ή φτάνουμε και στο άλλο άκρο. Με το που θα βρούμε τις λέξεις για να αρθρώσουμε ορισμούς κάποιοι θα αντισταθούν, μέχρι και έρευνες θα προτάξουν για να τους “σκοτώσουν” ή θα αξιοποιήσουν το βήμα που τους δόθηκε (και όχι ες αει) για να μας επιβληθούν.
Στον δικό μου κόσμο και θέλω να πιστεύω και για την πλειοψηφία των συμπολιτών μου σε αυτό το νησί, σε αυτή τη Δημοκρατία, οι λέξεις πάντα θα μετρούν. Και οφείλουμε να έχουμε το θάρρος να τις αρθρώνουμε. Με τις λέξεις φτιάχνουμε τον κόσμο μας και οι λέξεις μας κρύβουν πάντα την αλήθεια μας.