Όσοι πόνταραν πως η νέα κυβέρνηση θα ανανέωνε το πολιτικό κεφάλαιο και θα επανέφερε την «κανονικότητα» στις σχέσεις Βουλής και προεδρικού, συνειδητοποίησαν πως το στοίχημα αυτό χάθηκε στη ψηφοφορία για τις εκποιήσεις στην ολομέλεια της Πέμπτης. Πως το ρίσκο στη χώρα από ακυβερνησία ή αδυναμία λήψεις αποφάσεων, παραμένει ιδιαίτερα ψηλό. Πως αν οι συνθήκες υπαγορεύσουν σκληρές αποφάσεις όπως περικοπές σε δαπάνες και αυξήσεις στις φορολογίες, όπως συνέβη στις κυβερνήσεις του Δημήτρη Χριστόφια και του Νίκου Αναστασιάδη, τότε μπορεί να τα ξαναζήσουμε όλα, ξανά από την αρχή.
Ο Νίκος Χριστοδουλίδης, είναι ο τρίτος διαδοχικά πρόεδρος της Δημοκρατίας, που θα πρέπει να μάθει να ζει με «κυβερνώσα» βουλή. Δηλαδή με νομοθέτες που «ξέρουν καλύτερα» από τα υπουργεία τι χρειάζεται η χώρα και από την «ανέμελη» καρέκλα της βουλής, θα επιχειρούν να κυβερνήσουν, σε μια άτυπη εισαγωγή του «κοινοβουλευτισμού. Ωστόσο, θα ήταν υπεραπλούστευση αν μείνουμε μόνο στο ότι το προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης της χώρας, έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες του και πως θα πρέπει να «ψαχτούμε» σε άλλες δημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης όπως ο κοινοβουλευτισμός ή το μεικτό σύστημα της Γαλλίας.
Υπεραπλούστευση, θα ήταν να πούμε πως το πρόβλημα ξεκινά και τελειώνει με την ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε προέδρου της Δημοκρατίας. Αν για τον Δημήτρη Χριστόφια και τον Νίκο Αναστασιάδη, μπορεί κάποιος να κάνει λόγο για «αμφιλεγόμενες» προσωπικότητες, το ίδιο δεν μπορεί να λεχθεί για τον Νίκο Χριστοδουλίδη, παρόλο που ειπώθηκαν βαριές κουβέντες στην προεκλογική περίοδο. Και ο κυριότερος λόγος που δεν μπορεί να γίνει αυτό, είναι γιατί ο ΔΗΣΥ, μέσα στον οποίο υπάρχουν μερικοί από τους πιο σκληρούς του επικριτές, ψήφισε με κυβερνητικό πρόσημο την Πέμπτη.
Όπως και στον υπόλοιπο πλανήτη, η έλλειψη συνεννόησης έχει τις ρίζες της στις πρόσφατες εμπειρίες. Δηλαδή την χρεοκοπία και την πανδημία και στην περίπτωση μας, στα επαναλαμβανόμενα σκάνδαλα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Και οι τρεις αυτές παράμετροι, σε συνδυασμό με την εκτόξευση της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχουν ριζοσπαστικοποίηση ένα μέρος της κοινωνίας και αυτό αντανακλά και στη Βουλή. Ακραίες προσωπικότητες εκλέγονται μέσα σε «παραδοσιακά» κόμματα, ακραία κόμματα αποκτούν ρόλο ρυθμιστή και καθορίζουν τη συζήτηση και την πολιτική ατζέντα, και μετριοπαθή κόμματα που μένουν εκτός εξουσίας, ξεκινούν να αποκτούν αντανακλαστικά κομμάτων διαμαρτυρίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, καμιά συνεννόηση δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη και αυτό σημαίνει για τους πολίτες και την οικονομία, υψηλό ρίσκο και κόστος. Με αυτήν την εικόνα, καμιά αξιοπιστία δεν μπορεί να έχει η χώρα τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό καθιστώντας τις επενδύσεις δυσκολότερες. Με αυτό το πλαίσιο, δύσκολα θα αναβαθμιστεί η κυπριακή οικονομία, τόσο από τους οίκους αξιολόγησης, όσο σε επίπεδο καθημερινότητας. Με αυτές τις συνθήκες, η χώρα είναι ευάλωτη σε εξωτερικές αναταράξεις. Ας ελπίσουμε, πως δεν θα τις δούμε να έρχονται, γιατί μάλλον είμαστε όσο απροετοίμαστοι ήμασταν και στις προηγούμενες.