Η συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Άγκυρα στις 13 Μαΐου 2024 γενικά αποτυπώνεται, σε μια πρώτη εκτίμηση, με θετικό πρόσημο αν και υπήρξαν, από πλευράς του Τούρκου Προέδρου, προβληματικές αναφορές που καταδεικνύουν ότι οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας παρόλο που κατά γενική ομολογία έχουν δείξει το τελευταίο χρονικό διάστημα και ειδικά τον τελευταίο χρόνο σημεία εξομάλυνσης, οι θέσεις της Τουρκίας παραμένουν ανησυχητικές σε διάφορα επίπεδα και τομείς. Το θετικό πρόσημο αφορά πρωτίστως στο γεγονός ότι καθιερώνεται, πλέον, ένα κλίμα διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μακρυά από έντονες ρητορικές που διακατέχονται από εχθροπάθεια και ενέργειες που στιλιτεύουν αυτόν τον διάλογο, όπως για παράδειγμα, οι παραβιάσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο.
Στα θέματα της συνάντησης των δυο ηγετών, συζητήθηκαν διάφορα θέματα, μείζονα και ελάσσονα, ενώ καταγράφηκαν διαφωνίες ειδικά στη στάση απέναντι στην Μέση Ανατολή, με τον κ. Μητσοτάκη να χαρακτηρίζει την Χαμάς ως τρομοκρατική οργάνωση και τον κ. Ερντογάν ως αντιστασιακή, καταδεικνύοντας την ύπαρξη διαφορετικής ‘κοσμοθεωρίας’ όσον αφορά στα τεκταινόμενα στη Γάζα, με τους δυο ηγέτες, όμως, να συμφωνούν ότι θα πρέπει να υπάρξει μια εκεχειρία στον πόλεμο. Από ελληνικής πλευράς, τέθηκε, παράλληλα, το μείζον θέμα της μετατροπής σε τζαμί της Μονής της Χώρας, τονίζοντας ότι πρέπει να διατηρηθεί ο οικουμενικός πολιτιστικός χαρακτήρας της Μονής, διασφαλίζοντας τον μουσειακό χαρακτήρα του τεράστιου αυτού βυζαντινού μνημείου, ενώ η Τουρκία, προφανώς, το τελευταίο χρονικό διάστημα προχωρά με κινήσεις εξισλαμισμού της χώρας ως μια γενικότερη πολιτική.
Ιδιαίτερο ζήτημα αποτέλεσε η αναφορά του Τούρκου Προέδρου σε ‘τουρκική μειονότητα’ στη Θράκη, με τον Έλληνα Πρωθυπουργό να αναφέρεται στις ρητές διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923 που καταγράφουν την μειονότητα με θρησκευτικούς όρους, ως μουσουλμανική μειονότητα δηλαδή, ειδικότερα στο Άρθρο 45 της Συνθήκης. Η Ελλάδα, προφανώς, τηρεί τους όρους της Συνθήκης στη βάση της αρχής του διεθνούς δικαίου των συμβάσεων pacta sunt servanda, με την Τουρκία πολλές φορές, ιδιαίτερα με πιο εμφαντικό τρόπο στο παρελθόν, να αμφισβητεί την ίδια τη Συνθήκη, που ειρήσθω εν παρόδω, δημιούργησε τα σύνορά της.
Σε σχέση με το Κυπριακό, αυτό τέθηκε στη συζήτηση και συζητήθηκε, με τον Τούρκο Πρόεδρο, αν και μη αναφερόμενο στη θέση που τελευταίως εκφράζει η τουρκική / τουρκοκυπριακή πλευρά σε λύση δυο κρατών και κυριαρχική ισότητα, να αναφέρει ότι η λύση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν τις πραγματικότητες, παραπέμποντας σε συγκαλυμμένη αναφορά σε δυο κράτη, ενώ ο Έλληνας Πρωθυπουργός αναφέρθηκε σαφώς στην μια και μοναδική διαδικασία επίλυσης του κυπριακού προβλήματος στη βάση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και στην αναγκαιότητα στήριξης της διαδικασίας σε αυτό το πλαίσιο από τους δυο ηγέτες.
Σε γενικές γραμμές, αν και υπήρξαν θέματα στα οποία δεν υπάρχει συμφωνία και υπάρχουν τεράστιες αποκλίσεις (όπως είναι για παράδειγμα ζητήματα κυριαρχίας, οριοθέτησης της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, Κυπριακό, μειονότητα στη Θράκη, θαλάσσια περιβαλλοντικά πάρκα στο Αιγαίο, ζητήματα ‘πακετοποίησης’ διαφορών από πλευράς Τουρκίας την ίδια στιγμή που η Ελλάδα σωστά θεωρεί ότι η διαφορά είναι μόνο μια και αφορά στην οριοθέτηση), σε ζητήματα ήσσονος σημασίας φαίνεται να υπάρχει πρόοδος, ειδικά σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και οικονομικά θέματα.
Η συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο, η τέταρτη τέτοια συνάντηση τους τελευταίους δέκα μήνες, επισφραγίζει την μέχρι στιγμής και για τους τελευταίους δεκαπέντε περίπου μήνες, την αλλαγή της τακτικής της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψιν ότι μέχρι πριν δυο χρόνια η Τουρκία προχωρούσε με απειλές κατά της κυριαρχίας της Ελλάδας, χρησιμοποιούσε το μεταναστευτικό ως μοχλό άσκησης πίεσης υπό μορφή υβριδικού πολέμου, και, μεταξύ άλλων, ενέτεινε τις παραβιάσεις του Ελληνικού Εθνικού Εναέριου Χώρου κ.ο.κ. Η αλλαγή της στάσης της Τουρκίας δεν είναι προφανώς δεδομένη, λαμβάνοντας το ιστορικό των σχέσεων των δυο και δεν γίνεται γιατί η Τουρκία ‘αγάπησε’ το διεθνές δίκαιο αλλά λόγω γεωπολιτικών δεδομένων – καταδεικνύει όμως μια ομαλοποίηση των σχέσεων που ευχόμαστε να συνεχιστεί και να οδηγήσει στην επίλυση των ανοιχτών ζητημάτων που υπάρχουν.