Η στέγαση αποτελεί ένα αγαθό το οποίο παγκοσμίως διασφαλίζει πολλά οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα που εσωκλείονται σε μια ομπρέλα του δικαιώματος στην επαρκή στέγαση. Όπως τα Ηνωμένα Έθνη ορίζουν, το δικαίωμα στην στέγαση είναι η δυνατότητα ενός ανθρώπου να ζει υπό συνθήκες ασφάλειας, ειρήνης και ευημερίας και ταυτόχρονα το συνδέει άρρηκτα με δικαιώματα όπως η ιδιοκτησία, η οικογενειακή θαλπωρή, η αλληλογραφία, οι διάφορες ελευθερίες και το δικαίωμα επιλογής κατοικίας.
Επαρκής στέγαση είναι η κατοχή ικανοποιητικού αριθμού χώρων στέγασης οι οποίοι να είναι προσβάσιμοι, κατοικήσιμοι, ικανοί να φιλοξενήσουν τον άνθρωπο υπό κανονικές και σωστές συνθήκες διαβίωσης καθώς και να κρίνονται ως πολιτιστικά και κοινωνικά επαρκείς, εντός του κράτους.
Απαραίτητο είναι να υπάρχει διαθεσιμότητα υπηρεσιών και υλικών στα πλαίσια της αγοράς, και ταυτόχρονα εγκαταστάσεις και υποδομές. Η αγορά τόσο οικίας, όσο υπηρεσιών, υλικών και όλων όσων σχετίζονται, είναι αναγκαίο να είναι οικονομικά προσιτή ώστε να διασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση στο σύνολο των ατόμων που επιθυμούν ή και πρέπει να κατοικίσουν εντός του κράτους.
Κατά την οικουμενική διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948 « Κάθε άτομο έχει το δικαίωμα σε ένα βιοτικό επίπεδο ικανό να εξασφαλίσει στο ίδιο και στην οικογένειά του υγεία και ευημερία, ειδικότερα τροφή, ρουχισμό, κατοικία, ιατρική περίθαλψη, απαραίτητες κοινωνικές υπηρεσίες και κοινωνική ασφάλιση.» (αρ. 25,1).
Την ίδια ώρα η διεθνής συμφωνία για Κοινωνικά, Οικονομικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα του 1966 θεωρεί πως πρέπει να προσδίδεται ευρεία ερμηνεία στο δικαίωμα της επαρκούς στέγασης, ώστε να μην περιορίζονται οι δράσεις των κρατών προς ικανοποίηση αυτού.
Το δικαίωμα αναγράφεται τόσο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσο και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το κράτος της Κύπρου από την περίοδο της ίδρυσής του μέχρι και σήμερα δεν έχει εφαρμόσει ή υιοθετήσει μια ενιαία πολιτική για την προστασία του δικαιώματος αυτού παρόλο που κατά καιρούς εφάρμοσε μερικές πραχτικές για την αντιμετώπιση έκτακτων περιπτώσεων όπως μετά την τουρκική εισβολή του 1974 μέσω παροχής στέγης στους πρόσφυγες, την ίδρυση του Κυπριακού Οργανισμού Ανάπτυξης Στέγης και του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεων Στέγης το 1982 για παροχή οικιστικής γης και κατοικιών σε λογικές και προσιτές τιμές για την συγκεκριμένη Κυπριακή αγορά.
Σήμερα υπάρχουν δυο στρατηγικές του Υπουργείου Εσωτερικών που δεν αποσκοπούν στην ευρεία εξασφάλιση και προστασία της επαρκούς στέγασης, αλλά στην κάλυψη μιας πτυχής αυτού. Η μία αφορά την «Αναζωογόνηση» κατά το Υπουργείο ακριτικών και ορεινών περιοχών και η δεύτερη παροχή πολεοδομικών κινήτρων σε ενδιαφερόμενους επενδυτές για δημιουργία οικιστικού συγκροτήματος σε υπό προϋποθέσεις περιοχές.
Μετά την οικονομική κρίση που έπληξε την χώρα μας, η βοήθεια την οποία παρείχε το κράτος μέσω του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεων Στέγης και του Κυπριακού Οργανισμού Ανάπτυξης Γης, μειώθηκε αφού η πρόσβαση στην βοήθεια τούτη έχει πλέον δυσκολότερη πρόσβαση καθώς και υπερβολικά αυστηρά κριτήρια.
Για παράδειγμα σήμερα ο ΚΟΑΓ στο αναπτυξιακό του πρόγραμμα διαθέτει οικίες ή διαμερίσματα μόνο σε μια περιοχή στην πόλη της Λευκωσίας, σε τέσσερεις περιοχές της Λεμεσού, σε μια στην Πάφο, και καμία σε Λάρνακα και Αμμόχωστο.
Πέραν των δυσκολιών που έφερε η οικονομική κρίση στα προγράμματα του κράτους, κατέστησε την Κυπριακή οικιστική αγορά απρόσιτη και υπερβολικά ακριβή. Δηλαδή, η αγορά υλικών και υπηρεσιών που συνδέονται με την στέγαση, ξεπέρασε αρκετά προηγούμενες τιμές με τις οποίες η κατασκευή ή αγορά στέγης ήταν προσβάσιμη για το ευρύτερο κοινό, δημόσιο και ιδιωτικό.
Ταυτόχρονα, στο πιο πάνω συντέλεσαν και οι νέες πλούσιες επενδύσεις από ξένους επενδυτές, οι οποίες δημιουργούν ένα ξεχωριστό μονοπώλιο στην αγορά ακινήτων καθώς και στέρηση πηγών όπως είναι η ενέργεια (κατά κύριο λόγο: ηλεκτρισμός), τα υλικά και οι πόροι που χρησιμοποιούνται προς κατασκευήν κατοικιών.
Εν συνεχεία ο τουρισμός, προκαλεί κι αυτός μερικό πρόβλημα στην αντιμετώπιση του ζητήματος της στέγασης διότι, εγκαταστάσεις οι οποίες είναι κατοικήσιμες και μπορούν να αποτελούν στέγη για τους κατοίκους του κράτους, προσφέρονται και χρησιμοποιούνται για την φιλοξενία τουριστών, αντικαθιστώντας τον ξενοδοχειακό τομέα. Έτσι δημιουργούνται και άλλα προβλήματα στην οικονομία του κράτους, ενώ δεν εξασφαλίζεται η επαρκής κατοικία αφού δεν μπορούν να αποτελέσουν μόνιμη κατοικία, λόγω της χρήσης τους αυτής.
Οι νέοι, δυστυχώς βρίσκονται σε μια πιο μειονεκτική θέση όσον αφορά στην εύρεση κατοικίας. Αυτό είναι αποτέλεσμα του ότι η νεολαία μας είναι η αδικημένη μερίδα της κοινωνίας από την οικονομική κρίση, αφού στερήθηκε πολλές ευκαιρίες, ζει ακόμη μέσα σε μια κατάσταση αβεβαιότητας για το μέλλον και δεν αμείβεται σε ικανοποιητικό βαθμό ώστε να έχει την δυνατότητα να οικονομήσει, να επενδύσει και να δημιουργήσει την κατοικία της.
Ταυτόχρονα, ενώ οι νέοι προσαρμόζονται και είναι πιο δεχτικοί στην ενοικίαση κατοικίας (σε σύγκριση με προηγούμενες γενιές), η ενοικίαση κατοικίας είναι κι αυτή εξίσου μη προσβάσιμη καθώς οι τιμές που υπάρχουν στην αγορά είναι εξωφρενικές και εντελώς παράλογες σε μερικές περιπτώσεις, αφού δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική αξία του ακινήτου.
Άλλες χώρες εφάρμοσαν πρακτικές που μπορούν να υιοθετηθούν και από την δική μας χώρα με τους εξής τρόπους. Την συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος στην επαρκή στέγαση και τη μείωση επιτοκίου των στεγαστικών δανείων τα οποία προσφέρονται από ΚΟΑΓ και ΟΧΣ όπου με την ρύθμιση αυτή χρήσιμο είναι να υπάρξει και η ρύθμιση των κριτηρίων ώστε να είναι λιγότερο αυστηρά αλλά να προσφέρουν και ευελιξία στο κοινό. Επιπρόσθετα μπορεί να ακολουθήσει δημιουργία ειδικών σχεδίων που να αφορούν τους νέους μέσω των οποίων να εξασφαλίζουν επιστροφή μέρος του μηνιαίου ενοικίου τους, δημιουργία ειδικών σχεδίων που να αφορούν τους νέους για κατοίκηση στην ύπαιθρο, παροχή κινήτρων στους επενδυτές και ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας την οποία προσφέρουν για ενοικίαση, με στόχο την εξασφάλιση χαμηλότερων ενοικίων και τέλος δημιουργία μερικών χώρων φιλοξενίας για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης όπως είναι οι άστεγοι ή οι πληγέντες από ζημιά με μη κατοικήσιμη κατοικία.
Τα ανωτέρω, εφόσον υιοθετηθούν μαζί με άλλα μέτρα γύρω από το ζήτημα αυτό, θα αποτελέσουν μέσα εξασφάλισης επαρκούς στέγασης και διαφύλαξης του ανθρώπινου δικαιώματος αυτού.