Η χθεσινή ψήφιση Νομοσχεδίου για αναστολή δόσεων για δάνεια θύμισε κάτι από το 2013. Ένα ημίμετρο, που αφενός δίνει μεν τη δυνατότητα σε δανειολήπτες να αναστείλουν την πληρωμή δόσεων για 9 μήνες προς την τράπεζα, αφετέρου αναλαμβάνοντας έξτρα κόστος από τους τόκους, που ούτε μειώνονται, ούτε αναστέλλονται. Δώρο άδωρον μάλλον, αφού η σταθερή θέση και πεποίθηση ότι η κατανομή του κόστους που επέφερε η πανδημία πρέπει να είναι ισότιμη για όλους, «πάει περίπατο».
Η Νομοθεσία προνοεί ιστορικό μηδενικών καθυστερήσεων για τους δικαιούχους αυτής της αναστολής δόσεων, κάτι που εκ των πραγμάτων αποκλείει μεγάλη μερίδα των δανειοληπτών και ειδικά αυτούς που έχουν πραγματική ανάγκη την οικονομική ελάφρυνση. Επιπλέον, η συνέχιση επιβολής επιτοκίου, το οποίο μάλιστα δεν μειώνεται αισθητά και θα επανατοκίζεται, ξεκάθαρα καταδεικνύει την πολιτική του τραπεζικού συστήματος να συνεχίσει να αγνοεί τις πραγματικές συνθήκες της οικονομίας και να επικεντρώνεται σε ένα μοντέλο κερδοφορίας, εις βάρος των πολιτών, στις πιο δύσκολες στιγμές.
Ένα μοντέλο και μια φιλοσοφία, που δυστυχώς υποστηρίζεται, κατ’ εξακολούθηση μάλιστα, από συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα, το οποίο αγνοεί τις θυσίες των πολιτών για να αναστηλωθεί η οικονομία, αγνοεί την προσφορά των φορολογούμενων στη διάσωση των τραπεζών και επιλεκτικά ξεχνά ότι η σημερινή κατάσταση του τραπεζικού συστήματος είναι αποτέλεσμα θυσιών και πάλι των πολιτών όταν κατέρρευσε και ο Συνεργατισμός πριν λίγα χρόνια.
Η έλλειψη πραγματικού ανταγωνισμού στο τραπεζικό σύστημα (αφέθηκαν ουσιαστικά να λειτουργούν 2 μεγάλες τράπεζες), σε συνδυασμό με τα βαρίδια του παρελθόντος σε θέματα διαχείρισης και οικονομικής πολιτικής, καθώς και η εμπλοκή συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων της χώρας στη διαμόρφωση του όλου σκηνικού, δικαίως εξοργίζει και προκαλεί σωρεία ερωτηματικών.
Η «Συμμαχία Πολιτών» εξ’ αρχής διακήρυξε την ανάγκη να υπάρξει ισότιμη κατανομή του κόστους και δεν υποστήριξε τη Νομοθεσία. Ούτε η πρόταση μας για σχεδόν μηδενικά επιτόκια εισακούστηκε, ούτε η προτροπή μας να εξεταστεί ειδική φορολογία για τα κέρδη των τραπεζών από τη συγκεκριμένη ρύθμιση. Για πολλοστή φορά καλείται όλη η χώρα να κάνει θυσίες, όχι όμως ο τραπεζικός τομέας.
Περαιτέρω, η προσπάθεια της κυβέρνησης να στηρίξει ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, μικρομεσαίες επιχειρήσεις και γενικά την κυπριακή αγορά μέσω και πάλι του τραπεζικού συστήματος (προσφέροντας κυβερνητικές εγγυήσεις για νέα δάνεια) φαίνεται να στερείται της οξυδέρκειας ότι στην παρούσα φάση χρειάζεται απευθείας στήριξη η ρευστότητα στην αγορά (όπως και στα νοικοκυριά) και όχι δημιουργία νέων βαρών.
Λαμβάνοντας, δε, υπόψη ότι έχουμε ακόμη να διαχειριστούμε και το μεγάλο πρόβλημα της τουριστικής βιομηχανίας, που δεν εξαρτάται μόνο από την κατάσταση στη χώρα μας, αλλά και από την κατάσταση στις άλλες χώρες-αγορές για τον τουρισμό μας, η ανάγκη αλλαγής φιλοσοφίας των τραπεζών και όσων πολιτικά τους στηρίζουν γίνεται ακόμα πιο επιτακτική. Αν η κυβέρνηση και οι τράπεζες δεν στηρίξουν τον τουρισμό μας με απτό και ωφέλιμο τρόπο και αν επιμείνουν σε ένα κοντόφθαλμο μοντέλο κερδοφορίας, τότε πολύ πιθανό η χώρα να βαδίζει προς σοβαρή οικονομική ύφεση.