Το άγχος, ορίζεται ως ένα συναίσθημα που εμφανίζεται στην καθημερινότητα των ανθρώπων, τόσο σε ευχάριστα όσο και σε δυσάρεστα γεγονότα. Λόγω του ότι το άγχος σε αρκετές περιπτώσεις επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα στη γενικότερη κατάσταση του ατόμου (π.χ. εσωτερική ταραχή, ψυχοσωματικά συμπτώματα), συχνά ο κόσμος το αντιλαμβάνεται ως αρνητικό, παθολογικό, και κάτι που άμεσα πρέπει να εξουδετερώσει, χωρίς να αναγνωρίζει την κανονικότητα και αναγκαιότητά του, αφού το άγχος από τους πρώτους μήνες ζωής του ανθρώπου ενεργοποιείται ως μια φυσιολογική αντίδραση σε ένα κίνδυνο, με σκοπό να τον προστατεύσει, ή και να τον κινητοποιήσει ακόμα προς ένα σκοπό.
Ψάχνοντας τα οφέλη του άγχους, εντοπίζουμε πως είναι αυτό το συναίσθημα που μας παρωθεί στο να προστατεύσουμε τον εαυτό μας φορώντας τη ζώνη μας στο αυτοκίνητο και οδηγώντας με ασφάλεια. Που μας κινητοποιεί ώστε να είμαστε τυπικοί στις καθημερινές μας υποχρεώσεις. Το άγχος επίσης, αποτελεί ένα από τα συστατικά που οδηγεί τους μαθητές να προετοιμαστούν για ένα διαγώνισμα ή μια εξέταση και έναν εργαζόμενο να ολοκληρώσει αποτελεσματικά τις εργασιακές του υποχρεώσεις. Χωρίς άγχος, οι άνθρωποι ενδεχομένως να συμπεριφέρονταν αψηφώντας τους κινδύνους μιας κατάστασης, και οι μαθητές δεν θα ενδιαφέρονταν για τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις. Την ίδια στιγμή όμως, το υπερβολικό σε ένταση άγχος μπορεί να οδηγήσει έναν μαθητή στην αποφυγή της μελέτης εάν αυτή του δημιουργεί έντονη αναστάτωση, και σε μια συνεχή αναβλητικότητα. Έτσι, το πρόσημο που λαμβάνει το άγχος και η τελική του επίδραση στην καθημερινότητά μας, εξαρτάται από την ένταση με την οποία εμφανίζεται, όπως και την ικανότητα του ατόμου στην κατάλληλη διαχείρισή του.
Με βασικό κριτήριο αξιολόγησης την καθημερινή λειτουργικότητα του ατόμου, το άγχος διανύει μια κλινική και παθολογική πορεία, όταν η ένταση και συχνότητα στην εμφάνισή του καθιστούν το άτομο δυσλειτουργικό. Έτσι, ένα παιδί δημοτικής ηλικίας με δυσλειτουργικό άγχος πιθανόν να πανικοβάλλεται στην ιδέα αποχωρισμού από τον γονιό, έχοντας επίσης σωματικά συμπτώματα (όπως στομαχόπονο), προτού ακόμη φτάσει στο σχολείο. Με τον ίδιο τρόπο, ένας έφηβος παγώνει στη σκέψη ότι θα χρειαστεί να περπατήσει ανάμεσα από τους συμμαθητές του για να φτάσει στην τάξη, διστάζει να ψηλώσει το χέρι του, αντιλαμβάνοντας ως απειλητικά τα βλέμματα των υπολοίπων σε ένα δημόσιο χώρο (π.χ., καφετέρια, εμπορικό κέντρο).
Ενώ το κλινικό άγχος εκδηλώνεται στο βαθμό του 7-8% στο γενικό πληθυσμό σε παιδική και εφηβική ηλικία, αυτός ο αριθμός ενδεχομένως να αυξάνεται σημαντικά σε στρεσογόονες, απαιτητικές και δύσκολες περιόδους στις ζωές των παιδιών και εφήβων, όπως εξετάσεις, διαγωνίσματα, άνοιγμα των σχολείων, οικονομικά προβλήματα οικογένειας ή προβλήματα υγείας. Μελετώντας επίσης το κλινικό άγχος κατά την εκδήλωσή του, παρατηρούμε να εμφανίζεται με συνοδά συμπτώματα και συναισθήματα, με τα συχνότερα την αποφυγή, το θυμό και τα ψυχοσωματικά συμπτώματα.
Ψάχνοντας τα αίτια, καταλήγουμε στην αντίληψη του άγχους ως ένα ψηφιδωτό που αποτελείται από πολλαπλούς παράγοντες, αφού τόσο οι γενετικοί, όσο
και οι ατομικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες συντελούν στην τελική εμφάνισή του.
Οι γονείς, η ευρύτερη οικογένεια, όπως και οι εκπαιδευτικοί, είναι πιο συχνά οι πρώτοι που θα αναγνωρίσουν το άγχος σε παιδιά και εφήβους. Σε αρκετές περιπτώσεις, στην προσπάθειά τους να βοηθήσουν τα παιδιά να διαχειριστούν το άγχος που νιώθουν, η στάση τους ίσως να είναι περισσότερο «πιεστική» παρά βοηθητική. Με έτοιμο όπλο τη συμβουλή «μην αγχώνεσαι», παροτρύνουμε αρκετοί από εμάς και όχι μόνο οι γονείς, το άτομο που βιώνει άγχος, να επιτύχει το ακατόρθωτο, αφού το άγχος όπως και το κάθε συναίσθημα δεν είναι δυνατόν να μηδενιστεί. Αντί αυτού, όλοι μας, και ιδιαίτερα οι γονείς, θα μπορούσαν να εξηγήσουν στα παιδιά πώς είναι εντάξει να αγχώνονται, ενώ ο σκοπός δεν είναι η εξάλειψη, αλλά η μείωση της έντασης του άγχους.
Ενώ το άγχος καθορίζει τη σκέψη και τη δράση των ανθρώπων, οδηγεί τα παιδιά και ιδιαίτερα τους εφήβους, στην αντίληψη πως όλα είναι δύσκολα και τίποτα δεν θα πάει καλά, ξεχνώντας πολλές φορές το πρωταρχικό τους πρόβλημα και φυλακίζοντας τους εαυτούς τους σε δωμάτια αρνητικότητας και καταστροφολογίας. Έτσι, οι γονείς καλούνται μαζί με τα παιδιά να εντοπίσουν το αγχωτικό ερέθισμα / γεγονός, ώστε η παρέμβαση να είναι περισσότερο ξεκάθαρη και στοχευμένη. Σε αυτό το σημείο, η συμβολή των γονιών είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού ενώ από τη μία θα εξακριβώσουν το ερέθισμα που αγχώνει τα παιδιά (π.χ., με αγχώνει η εξέταση / θα τα πάω χάλια), θα συνεχίσουν στηρίζοντας τα παιδιά στην ανάπτυξη μιας περισσότερο ρεαλιστικής αξιολόγησης της πραγματικότητας (π.χ., έστω και αν με αγχώνει η εξέταση, έχω προετοιμαστεί αρκετά / θα δώσω λίγο χρόνο στον εαυτό μου να ηρεμίσει και θα κάνω ότι πιο καλό μπορώ).
Επιπλέον, η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης του παιδιού είναι αναγκαία σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου πιθανόν να κριτικάρει αρνητικά τον εαυτό του δίνοντας έμφαση σε αυτά που δεν μπορεί να καταφέρει, παρά σε όλα εκείνα που έχει ήδη επιτύχει και στις ικανότητές του.
Οι γονείς επίσης, καλούνται να ρυθμίσουν τις απαιτήσεις από υψηλές και υπερβολικές, σε φυσιολογικές, τόσο τις δικές τους προς το παιδί, όσο και του ίδιου προς τον εαυτό του. Αρκετές φορές το άγχος, δημιουργείται στην προσπάθειά μας να γίνουμε εξαιρετικοί και αλάνθαστοι… στόχος μη ρεαλιστικός που οδηγεί στη φθορά και τη ματαίωση, παρά στην κατάκτηση και ικανοποίηση.
Τέλος, το μη διαχειρίσιμο άγχος των γονέων, πολλές φορές καθιστά τα παιδιά περισσότερο ευάλωτα στην εκδήλωσή του, αφού μπορούν να παρουσιάσουν και τα ίδια άγχος σαν μια μαθημένη διαδικασία, ενώ επίσης το ανοσοποιητικό σύστημά τους είναι περισσότερο επιρρεπές σε ασθένειες και σωματικά συμπτώματα. Συνεπώς, όλες οι πιο πάνω συμβουλές μπορούν να εφαρμοστούν σε όλο το πλαίσιο της οικογένειας. Ωστόσο, είναι πιθανόν αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα να επιμένει και η διαχείρισή του να είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Εδώ, είναι απαραίτητο χωρίς ενδοιασμούς, ταμπού και δεύτερες σκέψεις, οι γονείς να αποταθούν σε ένα ειδικό ψυχικής υγείας για την ενίσχυσή τους.