Όσο περισσότερο παρακολουθώ τις εξελίξεις στη Μεγάλη Βρετανία, τόσο πιο πολύ ανησυχώ για την Κύπρο. Δεν είναι μόνο που τα διαδοχικά χτυπήματα στη βρετανική οικονομία «μολύνουν» και τις οικονομίες άλλων χωρών, που αναμφίβολα αυτό κάνουν. Είναι που με τους χειρισμούς τους, η Βρετανίδα πρωθυπουργός Λιζ Τρας (για πόσο ακόμη δεν ξέρω) και ο μέχρι πρότινος υπουργός οικονομικών της χώρας Κουάσι Κουάρτενγκ, κατέδειξαν πως το μοντέλο χαμηλής φορολογίας έφτασε στα όρια του. Αυτό θα πρέπει να το έχουμε υπόψη στην Κύπρο, ως χώρα κατεξοχήν χαμηλού φορολογικού συντελεστή. Ειδικά τώρα που ο Υπουργός Οικονομικών ετοιμάζεται να φέρει φορολογική μεταρρύθμιση με υψηλότερο συντελεστή.
Το κράτος επέστρεψε, ανακοίνωσαν οι ίδιες οι αγορές στην Λιζ Τρας με τις επιθετικές κινήσεις τους έναντι της στερλίνας και των κρατικών ομολόγων. Η πανδημία δεν ήταν απλά η αφορμή για την επιστροφή, αλλά η «κανονιά» της ολικής επαναφοράς. Η διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας και η αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές πιέσεις που προκαλεί ο πληθωρισμός και οι νέες ανάγκες για που δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, ολοκληρώνουν την επαναφορά του κράτους. Μόνο που περισσότερο κράτος σημαίνει και περισσότεροι φόροι, τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο. Μέχρι δηλαδή να ανεβάσει στροφές η παραγωγικότητα του κράτους μέσα από τον εκσυγχρονισμό του ή ρυθμούς ανάπτυξης η οικονομία. Όποιος επιμένει να μην το κατανοεί αυτό, κινδυνεύει να βρεθεί στη θέση των Τρας/Κουάρτενγκ.
Και για να είμαστε δίκαιοι με την πρωθυπουργό της Βρετανίας, το σχέδιο της Τρας για λιγότερες φορολογίες ή χωρίς την επιβολή νέων φορολογιών ήταν στα πλάνα και την ΕΕ. Μέσα από έκτακτες χρηματοδοτήσεις όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και τις αγορές ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και όπως και τα μηδενικά επιτόκια, θα χρηματοδοτούσε την μετάβαση σε περισσότερο κράτος, μέχρι να έρθουν τα περισσότερα έσοδα από την ανάπτυξη. Μάλιστα, για ένα διάστημα, αυτό το πολύ καλό για να είναι αληθινό σενάριο, δούλεψε. Τα κράτη μπόρεσαν να καλύψουν τις ανάγκες που δημιούργησε η πανδημία όχι με περικοπές από αλλού ή έκτακτες φορολογίες αλληλεγγύης σε αυτούς που επηρεάστηκαν λιγότερο ή ακόμη επωφελήθηκαν από τους περιορισμούς της πανδημίας, αλλά από το φθηνό χρήμα που μοίρασε απλόχερα η ΕΚΤ και τα ευρωπαϊκά ομόλογα.
Ωστόσο, η περίοδος χάριτος τελείωσε. Οι αγορές όπως και οι κεντρικές τράπεζες δεν είναι πλέον σε άρνηση και οι κυβερνήσεις καλούνται να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες του κράτους με νέες φορολογίες. Μάλιστα το φαινόμενο δεν αναμένεται να είναι παροδικό. Νέα κούρσα εξοπλισμών (εμάς εδώ λόγω Τουρκίας και όχι Ρωσίας), ανάγκη για στήριξη των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού αλλά και της μεσαίας τάξης, ταυτόχρονα με επενδύσεις για πράσινη μετάβαση και ψηφιακό μετασχηματισμό, θα πρέπει να πληρωθούν με νέες φορολογίες. Οι βάσεις για το ποιος θα πληρώσει και σε ποιο βαθμό θα επηρεάσει το μοντέλο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και την ανάπτυξη, θα απαντηθεί σε πρώτη φάση από την φορολογική «μεταρρύθμιση Πετρίδη», πριν το τέλος του χρόνου. Η επόμενη φάση θα είναι κάθε προϋπολογισμός που θα καταθέτει στη Βουλή η επόμενη κυβέρνηση.
Αυτά θα πρέπει να γίνονται με την εμπειρία που μάθαμε από το πάθημα της Τρας στη Βρετανία, αλλά και μέσα από τις συνέπειες των λανθασμένων της χειρισμών που διαχέονται πλέον σε όλο το πλανήτη. Ειδικά σε κράτη όπως το δικό μας που ζει με μεγάλο βαθμό από βρετανικό τουρισμό και βρετανικές συντάξεις και που το τοπικό του κεφάλαιο έχει επενδύσει στο χρηματιστήριο και σε ακίνητα στο Λονδίνο. Σε αυτές τις συνθήκες, ο επόμενος Υπουργός Οικονομικών είναι δυνητικά και επόμενος δικός μας Κουάσι Κουάρτενγκ, με τη διαφορά πως η δική μας Λιζ Τρας, θα κολλήσει στην προεδρία για μια ολόκληρη πενταετία. Αυτά, την ώρα που οι αγορές θα εξηγούν και στα δικά μας ομόλογα πόσο αξίζουν. Καλό είναι να μη δοκιμάσουμε λοιπόν τη «βρετανικη» της συνταγή, όσο και αν η «φυσική ροπή» του μοντέλου μας είναι προς αυτή την κατεύθυνση.