Κάπου μεταξύ πτήσεων, καθυστερήσεων, άγχους, αναπάντεχων συναντήσεων και πολλών σκέψεων είναι το πρώτο μήνυμα στις 3:00 το πρωί λίγο πριν την αναχώρηση, και το πρώτο με το που πατώ έδαφος: “Μαμά φεύγω” “Μαμά έφτασα, μην ανησυχείς”.
Είναι τα μάτια εκείνα που πρωτοαντίκρυσα, που παρά το διαφορετικό μας χρώμα πάντα θα έχω κάτι απ’ αυτά και που αν δεν τους μιλήσω ξέρω πως δεν κλείνουν ήσυχα για καληνύχτα. Είναι η αγκαλιά που δίχως ντροπή, με γέλια και με δάκρυα πρώτη θα ψάξω για να κρυφτώ απ’ τον κόσμο. Η φωνή που όσο κι αν διαφωνούμε σε όλα θα έχω πάντα την ανάγκη να την ακούσω για κάθε επόμενο βήμα. Είναι το πρώτο μου σπίτι, το πιο ασφαλές, το πιο όμορφο, που με έπλασε με ζωή και άπειρη αγάπη.
Είναι η δοτικότητα προσωποποιημένη, που πέρασε χίλια κύματα μαζί μου (κι ακόμα περνά!) κι όμως στέκεται βράχος. Είναι το φαγητό που πάντα με περιμένει, ακόμα και στις μέρες που ξεχνώ να με φροντίσω. Που όσο κι αν φτάνω πάντα τελευταία στα οικογενειακά τραπέζια με υποδέχεται πρώτη και με χαμόγελο. Είναι η γυναίκα που με βρίσκει τον πιο όμορφο άνθρωπο στον κόσμο ακόμα κι όταν είμαι ο χειρότερος. Είναι η γυναίκα που όσο περνά ο καιρός αντικρύζω και στον καθρέφτη.
Εμείς που έχουμε μια μαμά και που μπορούμε να της πούμε σήμερα και κάθε μέρα “σ’ αγαπώ”, “συγγνώμη”, “μου λείπεις” ας το κάνουμε. Το χρωστάμε και σε όσους δεν είναι τόσο τυχεροί. Το χρωστάμε σε όλες εκείνες τις γυναίκες που με τόλμη και αποφασιστικότητα έλαβαν ζωή και έδωσαν ζωή.
Μαμά για όλα όσα είμαι, όλα όσα έγινα και για τα άλλα που ακόμα παλεύω να γίνω θα σου είμαι ευγνώμων. Σε ευχαριστώ για τις χίλιες ζωές που μου χάρισες, ντυμένες σε μία. Συγγνώμη για όλες τις στιγμές που σε στεναχώρησα και που άθελά μου σε πλήγωσα. Και να θυμάσαι, σ’ αγαπώ. Σ’αγαπώ και σε θαυμάζω για πάντα.
Υγ. Το κείμενο αυτό διαβάζεται με μουσική παρέα το “Γλυκό της το παιδί” από Ζακ Στεφάνου.