Η μαζική μετακίνηση πληθυσμών από χώρες που βρίσκονται δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και η είσοδος τους σε άλλες χώρες αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα στον κόσμο σήμερα.
Τα προηγούμενα χρόνια, οι πόλεμοι σε χώρες όπως η Συρία, αποτέλεσαν κύριες αιτίες της μαζικής μετανάστευσης όπως επίσης και της σύστασης από μέρους της ΕΕ και της Δύσης σχεδίων για την υποδοχή και φιλοξενία τους. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, από το 2011 μέχρι σήμερα, περίπου 14 εκατομμύρια Σύροι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. 5,5 εκατομμύρια ζουν σήμερα σε γειτονικές χώρες, ενώ πέραν του ενός εκατομμυρίου μετακινήθηκε στην Ευρώπη. Στη Γερμανία βρήκαν στέγη πέραν των 850.000 Σύρων.
Στην Κύπρο το ποσοστό άφιξης αιτούντων για άσυλο, εκτοξεύτηκε τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα το 2022 όπου η αύξηση ήταν της τάξης του 79,89% με τον συνολικό αριθμό να φτάνει τις 29,280 πρόσωπα.
Οι αριθμοί, η προέλευση και οι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι μεταναστεύουν σήμερα, αποτελούν αντικείμενο μιας εξαιρετικά περίπλοκης εξίσωσης η απάντηση της οποίας είναι κάθε άλλο παρά απλή. Από τη μια ο βαθμός επηρεασμού των χωρών υποδοχής μαζικής μετανάστευσης, από οικονομικής και κοινωνικής άποψης, τα ζητήματα ασφάλειας, η ικανότητα των κοινωνιών να ενσωματώνουν ανθρώπους που προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες, από την άλλη το ανθρωπιστικό ζήτημα και τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως ορίζονται στις σχετικές συμβάσεις.
Μέρος της δυσκολίας των χωρών να αντιμετωπίσουν αυτό το τεράστιο πρόβλημα, διότι ως τέτοιο αποδεικνύεται βάσει των αριθμών, έγκειται στον στερεότυπο τρόπο με τον οποίο το προσεγγίζουν.
Στη μια πλευρά της στερεότυπης αλλά λανθασμένης κατά την άποψη μας αντίληψης, όσοι υποστηρίζουν πως τα σύνορα των χωρών πρέπει να κλείσουν και οι μετανάστες να απελαθούν από τον πρώτο ως τον τελευταίο.
Στην άλλη πλευρά της στερεότυπης αλλά επίσης λανθασμένης κατά την άποψη μας αντίληψης, όσοι υποστηρίζουν πως όλοι οι μετανάστες είναι ευπρόσδεκτοι και πως είναι ευθύνη των κυβερνήσεων να τους παρέχουν ότι ακριβώς χρειάζονται για να διαβιώνουν με αξιοπρέπεια.
Στην πραγματικότητα, οι χώρες έχουν υποχρέωση να θέτουν όρια ως προς τους αριθμούς μεταναστών που μπορούν να υποδέχονται. Η υποχρέωση αυτή των κυβερνήσεων πηγάζει από την ευθύνη τους να μεριμνούν πρώτιστα για την ευημερία και την ασφάλεια των πολιτών τους. Τα πιο πάνω συμπυκνώνουν τη λεπτή γραμμή που οι ηγεσίες σήμερα δυσκολεύονται να διαχειριστούν αντιμετωπίζοντας συχνά τις κατηγορίες της ξενοφοβίας και του ρατσισμού από οργανώσεις και φορείς που ασχολούνται με τα συγκεκριμένα πεδία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το χρήμα που η ΕΕ διαθέτει προς τα κράτη-μέλη της για διαχείριση του μεταναστευτικού, τυγχάνει κακοδιαχείρισης, είτε από κυβερνήσεις είτε από ΜΚΟ. Ούτε και υπάρχει αμφιβολία πως η μετανάστευση προκαλεί αλλοίωση των κοινωνιών όπως τις γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Η κατάσταση στη Χλώρακα, η πρόσφατη διαδήλωση μουσουλμάνων που φώναζαν «Αλλάχου Άκμπαρ» στους δρόμους της Πάφου επειδή κάποιος έκαψε ένα κοράνι στη Σουηδία, δεν συνάδουν με τη ζωή στη χώρα μας.
Αυτά συμβαίνουν ακριβώς επειδή η χώρα μας αποτυγχάνει να διαχειριστεί το πρόβλημα αποτελεσματικά.
Κάποιοι υποστηρίζουν πως θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στη ρίζα του, δηλαδή μέσω της βελτίωσης των συνθηκών στις χώρες προέλευσης των μεταναστών. Αυτό σίγουρα θα συνέβαλε θετικά, όμως είναι τόσο χρονοβόρο που δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνο του την λύση. Στην περίπτωση της Κύπρου, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα όσο η Δημοκρατία αντιμετωπίζει το ζήτημα της πράσινης γραμμής από την οποία διέρχεται το μεγαλύτερο μέρος των ροών εξαιτίας της δυσκολίας να αντιμετωπιστεί ως σύνορο.
Εκείνο που άμεσα μπορεί και πρέπει να γίνει, είναι η ενίσχυση της δυνατότητας της Δημοκρατίας να ταυτοποιεί τους αιτούντες και σε περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται πως πρόκειται για οικονομικούς μετανάστες, να τους στέλνει πίσω στις χώρες τους. Εκεί και όπου διαπιστώνει πως προκύπτει συμβατική υποχρέωση για παροχή ασύλου, η Κύπρος οφείλει να είναι «κυρία». Όπως επίσης και το ξήλωμα της σκοτεινής βιομηχανίας που λειτουργεί και χρησιμοποιεί το ανθρωπιστικό αυτό ζήτημα για να θησαυρίζει.