Ο Πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου Μιχάλης Περσιάνης και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας Τάκης Κληρίδης, στη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης που διοργάνωσε ο Ροταριανός όμιλος Λευκωσίας-Λευκοθέας την εβδομάδα που μας πέρασε ήταν ξεκάθαροι: ο πληθωρισμός θα είναι ψηλός και φέτος. Εγώ θα πρόσθετα πως ο πληθωρισμός θα είναι ψηλός για πολλά χρόνια ακόμη, αν όχι για πάντα. Το ερώτημα είναι τι κάνουμε τώρα; Η απάντηση είναι να επιλέξουμε το δύσκολο δρόμο της ανάπτυξης μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας αντί στην αύξηση του ΑΕΠ μέσα από την παροδική και συνάμα πανάκριβη αύξηση της κατανάλωσης.
Μιχάλης Περσιάνης και Τάκης Κληρίδης έχουν τις γνώσεις, την εμπειρία αλλά και την πρόσβαση στα στατιστικά στοιχεία του κράτους. Μάλιστα ο Μιχάλης Περισιάνης έδωσε και τη δική του εκτίμηση για πληθωρισμό πάνω από 4% για φέτος, παρά τις μειώσεις που καταγράφουν οι τιμές στο τομέα της ενέργειας και η άνοδος του ευρώ έναντι του δολαρίου. Ο Τάκης Κληρίδης απέδωσε το γεγονός στις διεθνείς εξελίξεις των τελευταίων χρόνων με την πανδημία και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ενώ και οι δύο συμφώνησαν πως η αναγκαία μετάβαση στην πράσινη ενέργεια θα επιφέρει κόστος. Με τα δεδομένα ως έχουν, φθηνότερη ενέργεια θα έχουμε μετά από 36 μήνες, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του υπουργείου ενέργειας. Στο μεσοδιάστημα, οι τιμές είτε θα σταθεροποιηθούν στα ψηλά με μικρότερη αύξηση, είτε θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν.
Και θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν όσο το οικονομικό μας μοντέλο να θεωρεί την παροδική κατανάλωση ως ανάπτυξη και σημάδι οικονομικής ευμάρειας. Ειδικά σε αυτές τις συνθήκες που η αύξηση της κατανάλωση αναπόφευκτα θα προέλθει από τις προνομιούχες ομάδες πολιτών. Αυτών δηλαδή που είτε τα οικονομικά τους έχουν βάθος και αντέχουν, είτε επωφελούνται από το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς ή μέσα από τις στρεβλώσεις, λαμβάνουν ΑΤΑ πολύ μεγαλύτερη από όσο η πραγματική απώλεια του εισοδήματος τους. Όσο όλοι αυτοί συνεχίζουν να αυξάνουν την κατανάλωση τους, θα συνεχίσουμε να «πανηγυρίζουμε» για οικονομική μεγέθυνση, η οποία ωστόσο, θα συνεπάγεται με μείωση της αγοραστικής δύναμης των πιο ευάλωτων ομάδων και αύξηση των ανισοτήτων.
Αυτό βέβαια, θα πρέπει να γίνει στρατηγικά και θα πρόσθετα και σταδιακά και με πολύ προσοχή ώστε να μη διαταραχθεί το μοντέλο ανάπτυξης των τελευταίων 30 χρόνων και να μην οδηγηθούμε σε βαθιά ύφεση. Ωστόσο, αυτή θα πρέπει να είναι η κατεύθυνση της επερχόμενης φορολογικής μεταρρύθμισης και του σχεδιασμού των δημοσίων δαπανών για τα επόμενα χρόνια. Τα δημοσιονομικά κίνητρα δηλαδή θα πρέπει να στοχεύουν μόνο στα έργα που προσθέτουν σε ότι αυξάνει την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και των εργαζομένων και όχι την κατανάλωση. Την ίδια ώρα, ενώ οι φορολογίες θα πρέπει να στοχεύσουν στο να ρίξουν τη διάθεση των «προνομιούχων» ομάδων, αυξάνουν τα έξοδα τους και να σπρώχνουν τις τιμές προς τα πάνω ακόμη και αν αυτό θα σημάνει μηδενική ανάπτυξη. Aυτό είναι πραγματικά δύσκολη επιλογή.