ΩΣ ΦΑΣΚΕΛΟ προς όλους αυτούς που τόσα χρόνια επέμεναν στον κατάλογο διοριστέων στην εκπαίδευση, χαρακτήρισε στο χθεσινό άρθρο του σε αυτήν εδώ τη στήλη ο συνάδελφος Τάκης Αγαθοκλέους, το γεγονός ότι από τους 5,020 υποψήφιους εκπαιδευτικούς που παρακάθισαν στις εξετάσεις διορισίμων πέρασαν μόνο οι 1,869, δηλαδή ποσοστό 37% και άρα το άλλο 63% που απέτυχε κρίνεται, με βάση το νέο σύστημα, ότι δεν μπορεί να έχει θέση στην εκπαίδευσή μας. Και ο Τάκης έχει απόλυτο δίκαιο, αφού με το παλιό σύστημα αυτοί οι 3151, που απέτυχαν στις εξετάσεις, θα βρίσκονταν στον κατάλογο διοριστέων και κάποια στιγμή θα διορίζονταν.
ΠΕΡΑΝ ΟΜΩΣ από αυτή την πτυχή, που αποδεικνύει πόσο στραβά αρμενίζαμε τόσα χρόνια και πόσο ανεύθυνα συμπεριφερόμασταν με την μόρφωση των παιδιών μας και αυριανών πολιτών αυτού του τόπου, υπάρχει και άλλη μία εξίσου σοβαρή και τραγική πτυχή, που αφορά την καταλληλότητα αυτών που διδάσκουν σήμερα στην εκπαίδευσή μας ή πέρασαν από αυτήν, στα τόσα χρόνια που ίσχυε το «τυφλό» σύστημα του καταλόγου, με βάση την αρχαιότητα.
ΑΝ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ κάπως αυθαίρετο και αδόκιμο να λεχθεί, είναι ωστόσο λογικότατο να συμπεραίνουμε, ότι αν και οι ευρισκόμενοι σήμερα στην εκπαίδευση περνούσαν μία τέτοια εξέταση, ένα αντίστοιχο ποσοστό της τάξης του 50-70% θα κρίνονταν επίσης ακατάλληλοι. Και όμως, αυτοί είναι σήμερα διορισμένοι ως καθηγητές και «διδάσκουν», ενώ κάποιοι εξ αυτών είναι και υποδιευθυντές, διευθυντές, επιθεωρητές και πάει λέγοντας.
ΚΑΙ ΑΥΤΟ εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το μαύρο χάλι της εκπαίδευσής μας, το γεγονός ότι αυτή παραδίδει, κατά γενική ομολογία στην κοινωνία, ημιμαθείς ή ακόμα και αμαθείς απόφοιτους, το γεγονός ότι τα σχολεία μας έχουν καταντήσει εκκολαπτήρια παραβατικότητας και βίας ακόμα, αλλά και το γεγονός ότι σε αυτά βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, το bullying και άλλες αντικοινωνικές συμπεριφορές, ο ρατσισμός και εσχάτως και οι νεοφασιστικές ιδέες και αντιλήψεις.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ξεκινούν και οφείλονται κυρίως στην ακαταλληλότητα και ανεπάρκεια της μεγάλης μάζας των εκπαιδευτικών και στο αντικείμενό τους, αλλά και σε ευρύτερα παιδαγωγικά ζητήματα, και στο γεγονός ότι αυτοί δεν μπορούν ούτε να μορφώσουν και επιμορφώσουν, ούτε να καθοδηγήσουν, ούτε να επιβληθούν με κύρος και προσωπικότητα στις σχολικές κοινότητες, ούτε πολύ περισσότερο, να εμπνεύσουν τους μαθητές τους.
ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ ότι δεν μπορούμε με ασφάλεια να πούμε, ότι αυτοί οι εκπαιδευτικοί είναι το 50, 60 ή το 70% που άγγιξαν στις νέες εξετάσεις οι αποτυχόντες, παρ’ ολίγον συνάδελφοί τους, είναι όμως πάρα πολλοί και η ανάγκη για «ξεσκαρτάρισμα» στην εκπαίδευση είναι κάτι περισσότερο από επείγουσα.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΩ ότι αυτό δεν είναι, για τους ευνόητους λόγους, εύκολο να γίνει, όμως δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλα 25-30 χρόνια, που θα αφυπηρετήσουν για να «καθαρίσουμε» την κατάσταση. Και ας μην σπεύσουν οι γνωστοί κατ ’επάγγελμα εργατοπατέρες να μιλήσουν για συνδικαλισμούς, κεκτημένα και εργασιακά δικαιώματα.
ΓΙΑΤΙ ΑΛΛΟΣ είναι ο συνδικαλισμός της οικοδομής, του εργοστασίου και των υπηρεσιών και εντελώς άλλη πρέπει να είναι η αντίληψη και η φιλοσοφία του συνδικαλισμού στην εκπαίδευση. Στα σχολεία δεν κατασκευάζουμε τούβλα ή ζυμώνουμε ψωμιά, αλλά μεταλαμπαδεύουμε γνώσεις και πλάθουμε χαρακτήρες και το αύριο αυτού του τόπου. Και όσοι δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, δεν έχουν θέση σε αυτά.
ΤΡΟΠΟΙ να το πετύχουμε υπάρχουν. Ίσως ένα γενναιόδωρο σχέδιο πρόωρης αφυπηρέτησης των ακατάλληλων εκπαιδευτικών, να ήταν μία καλή λύση. Ίσως να υπάρχουν και άλλες ιδέες. Θέληση και πολιτική βούληση όμως, υπάρχει;