«Δεν θέλω εκδίκηση, θέλω δικαιοσύνη: Nα τους πάρει το κράτος τις περιουσίες που απόκτησαν όσο είχαν αξιώματα. Και να τους δώσει μια σύνταξη, όσα δίνουν σήμερα σε μας, που λιώσαμε σαράντα χρόνια στη σκληρή δουλειά».
Aυτή η φράση βγήκε από τα χείλη μιας γυναίκας που δούλεψε, από τα δεκαέξι ως τα εξήντα της, μαγείρισσα σε δημόσιο ίδρυμα. Mε μόνη ελπίδα, όλα αυτά τα χρόνια, «να ζήσει σαν άνθρωπος κι αυτή όταν θα φτάσει επιτέλους στη σύνταξη».
H σοφή, ισοζυγιασμένη απαίτηση της βασανισμένης γυναίκας για δικαιοσύνη και όχι για εκδίκηση, θα μπορούσε να λειτουργήσει σήμερα ως πυξίδα για την κοινωνία μας.
Επειδή είναι δείχτης ποιότητας του ανθρώπινου βίου η απόδοση δικαιοσύνης χωρίς εκδικητική εμπάθεια. Αν δεν αποδοθεί δικαιοσύνη, συνετή, νηφάλια, αμερόληπτη, δεν κατορθώνεται συνοχή της κοινωνίας. Και δίχως κοινωνική συνοχή αποκλείεται νομοτελειακά η ανάκαμψη, αποκλείεται η ελπίδα για ιστορική επιβίωση.
Ξεκινώ λοιπόν με το αυτονόητο: Να αποκαλυφθούν ΟΛΑ τα σκάνδαλα μικρά και μεγάλα και να οδηγηθούν ΟΛΟΙ οι υπαίτιοι στη Δικαιοσύνη. Να δικαστούν οι αυτουργοί των εξωφρενικών εγκλημάτων εις βάρος της κοινωνίας. Να καταδικαστούν όμως από τους δικαστές που προβλέπει η δημοκρατία και τους ορίζει ως “τρίτη εξουσία”, όχι από λαϊκά δικαστήρια και σίγουρα όχι μέσω γενικευμένων αναφορών που μετατρέπονται με ταχύτητα χιονοστιβάδας σε κουτσομπολιά.
Εδώ και μέρες ζούμε όλοι στη σφαίρα αποκαλύψεων σκανδάλων, σε ένα βαθμό έχουμε εθιστεί με μια μορφή σχεδόν ηδονοβλεψίας στο τι θα συμβεί στη συνέχεια. Εξετάζουμε τα πάντα στη λογική που ψηφίζαμε νικητή του Survivor και αναμένουμε το επόμενο “αγώνισμα”. Κυριαρχούν στις συζητήσεις μας η σήψη και η διαφθορά συνοδευόμενες με ένα -πάντοτε επίκαιρο- “όλοι τους ίδιοι είναι”.
Παρατηρούμε αποσβολωμένοι την κρίση των θεσμών σε ζωντανή μετάδοση μέσα από τους δέκτες της τηλεόρασής μας λες και πρόκειται για το νέο επεισόδιο της “Λάμψης”, ανίκανοι να αντιληφθούμε το ξεπεσμό και την παράνοια της εποχής μας. Καταντά τουλάχιστον τραγελαφικό να καλούνται ένας- ένας οι πολιτικοί αρχηγοί μας να απαντήσουν στο ερώτημα “εσείς είστε ο διεθφαρμένος, για εσάς θα γίνουν αποκαλύψεις;” σχεδόν με τη μέθοδο του “εδώ παπάς – εκεί παπάς”.
Μεθοδευμένα και σταθερά, με μια σχεδόν ευλάβεια αυτοχειρίας οι ίδιοι συμβάλουμε στην αποδόμηση της κοινωνίας μας, των θεσμών αλλά και της ίδιας της Δημοκρατίας.
Δεν έχουν νόημα πλέον οι θεσμοί, έχουν απολέσει κάθε ίχνους εμπιστοσύνης από την κοινωνία, η απόδοση δικαιοσύνης θα γίνεται τηλεοπτικά από τούδε και στο εξής και -βεβαίως- με υψηλή τηλεθέαση. Φτάνει μια κουβέντα, ένας υπαινιγμός, μια γενική αναφορά για να ανάψει η φωτιά και να μετατραπούμε όλοι σε δικαστές, αν όχι κανίβαλους. Δεν μας ενδιαφέρει να ακουστεί όνομα παρά μόνο για να ικανοποιήσουμε την περιέργειά μας, δεν μας αφορά πώς τεκμαίρεται, ούτε και από πού προήλθε, αυτό που έχει σημασία είναι ότι τώρα έχουμε μπροστά μας το νέο μας “θήραμα”. “Ένας πολιτικός είναι διεφθαρμένος” μεταφράζεται στο ότι όλοι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι, “ένας δημόσιος λειτουργός είναι αργόσχολος”, σημαίνει ότι όλοι όσοι υπηρέτησαν στο Δημόσιο ήταν τεμπέληδες.
Επιχειρούμε να αναχαιτίσουμε τη σήψη και τη διαφθορά αντικαθιστώντας τα με το χάος με όπλα τα likes και τα σχόλια στα Μέσα Κοινωνικής δικτύωσης. Μοιάζει η εύκολη λύση να βρίζουμε καθημερινά τους πάντες και τα πάντα, ως εν δυνάμει οχήματα διαφθοράς. Βρίζουμε χωρίς ενδοιασμό κάθε δημόσιο λειτουργό, κάθε πολιτικό, τα παιδιά και τις οικογένειές τους, τους ευχόμαστε να πάθουν κακό. Ο παλιμβαρβαρισμός δεν είναι μοίρα, είναι επιλογή, το ίδιο και η λήθη. Άλλωστε ας είμαστε ειλικρινείς, ας παραδεχτούμε ότι “όλοι αυτοί” που νυχθημερόν σήμερα βρίζουμε βρίσκονται εκεί και με τη δική μας ψήφο – τουλάχιστον κάποιοι εξ αυτών. Κάποτε ίσως να μας ξεγέλασαν κι εμάς, ενδεχομένως και να μας “εξυπηρέτησαν”, δεν είναι λοιπόν ούτε η κοινωνία μας άμοιρη ευθυνών!
Δεν φτάνει λοιπόν η αποκάλυψη για να συμβάλει στη διαφορά, αλλά και ο τρόπος που θα γίνει. Κάθε πληροφορία για σκάνδαλα, σήψη και διαφθορά να οδηγηθούν στη δικαιοσύνη με ονόματα και τεκμήρια χθες, επώνυμα και θεσμικά. Να οδηγηθούν όλοι όσοι γνωρίζουν το παραμικρό στις αρχές και να καταγγείλουν μέσω της νόμιμης οδού όλα τα στοιχεία που διαθέτουν. Αν αυτή η διαδικασία αποβεί μάταιη τότε να καταγγελθούν ΚΑΙ οι λειτουργοί που δεν διερεύνησαν τις καταγγελίες. Αν και τότε δεν γίνει τίποτα τότε να βγούμε και στις τηλεοράσεις να το καταγγείλουμε. Γιατί αλλιώς αν συνεχίσουμε τις τηλεμαχίες όλοι μας είμαστε ένοχοι μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου, πόσο θλιβερό θα είναι αλήθεια αυτό;
Η λογική λέει: ανάκαμψη της κοινωνίας δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν αποκατασταθούν οι θεσμικές λειτουργίες οριοθέτησης και σεβασμού των θεσμών. Κι αυτό δεν μπορεί να συμβεί αν δεν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στη λειτουργία τους.
Η ευθύνη του δημόσιου λόγου σε κρίσιμες, κρισιμότατες ώρες υποχρεώνει την τοποθέτηση των ζητημάτων στην πραγματική τους διάσταση, νηφάλια και ώριμα. Είναι λοιπόν η στιγμή να αντιληφθούμε ότι αν θέλουμε την πραγματική αλλαγή, το πραγματικά καινούργιο πρέπει να έρθει αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς τους θεσμούς και το κράτος. Πυροτεχνήματα και λαϊκά δικαστήρια δεν συμβάλουν στην αλλαγή, επί της ουσίας μάλλον εναλλάσσουν το παλιό με το παλιότερο, το σάπιο με το χιλιοφθαρμένο.
Γνωρίζω βέβαια ότι το άρθρο μου αυτό ενδεχομένως να κατακριθεί από κάποιους. Υπάρχουν αυτοί που δεν θα κατανοήσουν ή που δεν θα θέλουν να κατανοήσουν ότι αυτό το άρθρο είναι η δική μου κραυγή απόγνωσης. Θα με κρίνουν ότι δήθεν δεν επιθυμώ αποκάλυψη σκανδάλων ενώ ακριβώς το αντίθετο προκρίνω! Θα με συμπεριλάβουν στην πρόταση “όλοι ίδιοι είναι”. Θα αγνοούν βέβαια ότι ανήκω σε μια γενιά που έχει κάθε δικαίωμα να είναι εξαγριωμένη, που αν κάποιοι δικαιούνται να “διψούν για αίμα” είμαστε εμείς. Εμείς που ήρθαμε πίσω από τις σπουδές μας για να βρούμε μια χώρα καταρρακωμένη, που όσοι από εμάς ήμασταν “τυχεροί” (αν είναι δυνατόν) να βρούμε δουλειά αναγκαστήκαμε για ένα μισθό των 1000 ευρώ να το κάνουμε σε άλλες επαρχίες. Ίσως με κρίνουν κάποιοι που κατά καιρούς πλαισίωναν ορισμένους απ’ αυτούς που σήμερα “φτύνουν”, αγνοώντας ότι αυτό που ουσιαστικά επιτακτικά ζητώ είναι η πραγματική απόδοση δικαιοσύνης. Αναζητώ την κριτική σκέψη και όχι την εκ των προτέρων “καταδίκη” άνευ όρων και αιτιών, επιθυμώ να ζήσω σε μια κοινωνία που οι συστάσεις δεν θα είναι του στυλ “Με λένε Κωνσταντίνο και είμαι νόμιμος” γιατί αυτό το μέλλον σίγουρα δεν το επιθυμώ και σίγουρα δεν πρόκειται να το επιτρέψω.
Φτάνει όμως με την μεμψιμοιρία και τις βαρβαρότητες. Έχουμε ανάγκη από ελπίδα και δικαιοσύνη και όχι από εκδίκηση!
Έχουμε ανάγκη σήμερα περισσότερο από ποτέ το όραμα. Το «όραμα» λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε, δεν έχει την παραμικρή σχέση με το ιδεολόγημα. Το ιδεολόγημα είναι συνταγή, το όραμα είναι στόχος. Όραμα π.χ. για τον Κύπριο σήμερα είναι να ξαναπιστέψει στον εαυτό του, να πάψει να ντρέπεται για το κράτος του. Nα βρίσκει χαρά στην καθημερινότητά του, ποιότητα ζωής αλλά και κοινωνική συνοχή.
«Νέε, θυμήσου: δεν γίνεσαι δούλος όταν σε υποτάσσει μόνον αυτός που έχει την εξουσία – αλλά κι εκείνος που την πολεμάει» Οδυσσέας Ελύτης