Αν υπήρξε κάτι στο οποίο ποτέ δεν δώσαμε την απαιτούμενη προσοχή στο Κυπριακό πρόβλημα, αυτό ήταν η αναζήτηση των παραγόντων που θα δημιουργούσαν προοπτική. Στην πολύχρονη πολιτική της επίσημης ελληνοκυπριακής ηγεσίας, χρησιμοποιήθηκαν κάθε είδους συνταγές. Έχουμε και λέμε:
– Ψηφίσματα του ΟΗΕ και προσφυγές στη Γενική Συνέλευση του διεθνούς οργανισμού
– Πρόταξη των βασικών πτυχών του Κυπριακού και άρνηση διαλόγου
– Προσφυγές σε διεθνή δικαστήρια
– Συνομιλίες, συμφωνίες κορυφής
– Ενεργό ηφαίστειο, S-300, ενιαίο αμυντικό δόγμα
– Τα μικρά και μεγάλα βέτο στην ΕΕ
– Πολιτική κυρώσεων κατά της Τουρκίας
Ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Κάποιες από τις πολιτικές αυτές οδηγούσαν σε πιο αποφασιστικού περιεχομένου συνομιλίες. Η διαφορά είναι ότι ποτέ δεν αντιλαμβανόμασταν ότι την κρίσιμη στιγμή θα έπρεπε να αποφασίσουμε: θα κάνουμε το βήμα ή θα παγώσουμε τις διαδικασίες. Όσο στο προσκήνιο ήταν ο Ντενκτάς δεν είχαμε καμία ανησυχία. Ξέραμε ότι την πρωτοβουλία του αδιεξόδου θα την αναλάμβανε αυτός. Μετά τα πράγματα μπερδεύτηκαν, γι’ αυτό βρεθήκαμε αρκετές φορές εκτεθειμένοι. Τώρα που ο Ερντογάν επέστρεψε στην Ντενκτασική φιλοσοφία, οι πολιτικοί μας αισθάνονται το ίδιο ασφαλείς όσο όταν είχαν απέναντί τους τον διχοτομιστή Ντενκτάς.
Σε αυτή τη μακρά αναζήτηση μεθόδων επίλυσης του Κυπριακού, αγνοήσαμε παντελώς τον πιο βασικό ίσως παράγοντα που θα μπορούσε να αλλάξει και αυτή την ίδια τη μορφή του εθνικού μας Θέματος. Τους Τουρκοκύπριους! Τους αγνοήσαμε όταν το 2002-2003 γέμιζαν τις πλατείες της κατεχόμενης Λευκωσίας διεκδικώντας λύση και ένταξη στην ΕΕ. Τους αγνοήσαμε όταν επέβαλαν την απομάκρυνση του Ντενκτάς και το άνοιγμα των οδοφραγμάτων. Τους αγνοήσαμε όταν εξέλεξαν τον Ταλάτ και, αργότερα, κόντρα σε όλα τα δεδομένα, τον Μουσταφά Ακιντζί. Γενικώς, τους αγνοήσαμε. Και δεν καταλάβαμε ποτέ πως αυτοί θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη μεγάλη αμφισβήτηση όλων των τουρκικών επιχειρημάτων για την τουρκική εισβολή και κατοχή. Για ‘μας, ήταν πάντα… αυτοί οι άλλοι. Και δεν συνειδητοποιήσαμε ποτέ πως και η καλύτερη λύση να δοθεί στο Κυπριακό, «αυτοί οι άλλοι» θα είναι μέρος της. Μέρος της κοινής πατρίδας. Και μάλιστα ισότιμο.
Την Κυριακή είδαμε το τελευταίο σκίρτημα μιας κοινωνίας που δολοφονείται καθημερινά αλλά ακόμα έχει μέσα της ψήγματα ζωής. Μπορεί να αναστηθεί. Μπορεί όμως και να σβήσει οριστικά. Δεν ξέρω ποιο από τα δύο πραγματικά επιθυμούν οι πολιτικοί μας. Αυτό που ξέρω είναι πως όποιος αληθινά ενδιαφέρεται γι’ αυτό τον τόπο, οφείλει να αναζητήσει όλους τους δυνατούς τρόπους για μια ειλικρινή συνεργασία με «αυτούς τους άλλους». Οι οποίοι, σε τελική ανάλυση, δεν είναι τίποτε άλλο από «εμάς τους ίδιους»…