Κι ύστερα κυβέρνησαν κι οι «καθαροί». Και βρώμισαν τον τόπο πιότερο κι απ’ τους άλλους. Και γίνανε όλα ένας αχταρμάς. Στα μυαλά, στις ψυχές, στα συνθήματα. Οι «δημοκρατικοί» τα φτιάξανε με τους «φασίστες». Οι «αριστεροί» με το «κεφάλαιο». Οι κάθε λογής «απατεώνες» με την εξουσία. Όποιο χρώμα κι αν είχε αυτή. Κι έτσι φθάσαμε στην εποχή που πρόβλεψε νωρίς ο Μίσσιος: «Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μη με αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Κι αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα».
Ποιος να τ’ ακούσει όμως αυτά σε μια περίοδο στην οποία, για να υπάρξεις, για να είσαι ορατός, πρέπει να βγεις σε μια κερκίδα; Να φανατίζεσαι και να βρίζεις τους απέναντι; Να γίνεσαι, δηλαδή, μονάδα ενός όχλου που προσδιορίζεται μόνο έναντι ενός τουλάχιστον αντιπάλου. Και όχι έναντι του καθρέφτη που μπορεί να αποκαλύψει και τη δική μας ασκήμια.
Και, κάπως έτσι, φθάνουμε στο κυρίαρχο δόγμα των πάσης φύσεως καθοδηγητάδων: Αν στα 60, 70 ή και 80 σου έχεις αποστεί των όσων υποστήριζες στα 20, είσαι ένας προδότης, ένας βολεψάκιας, ένας πουλημένος. Κι ούτε που περνά απ’ το μυαλό όλων αυτών πως, αν στα 60, 70 ή και 80 πιστεύεις τα ίδια και τους ίδιους που πίστευες στα 20, πάει να πει πως στο ενδιάμεσο δεν έζησες! Δεν έμαθες, δεν διάβασες, δεν αμφισβήτησες, δεν απομυθοποίησες, δεν βίωσες, δεν βασανίστηκες αρκετά για να μπορείς στο τέλος να έχεις τη δική σου και μόνο άποψη. Όχι αυτήν που επιβάλλει η κρεατομηχανή των «ινφλουένσερ» και των ακόλουθών τους.
Το μεγάλο ζητούμενο, συνεπώς, είναι «να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής». Και να μπορείς με ψυχραιμία, αποδεκτικότητα, ώριμη σκέψη και πολλά προσωπικά βιώματα να συζητάς ελεύθερα με όποιον τουλάχιστον στέκεται απέναντί σου με την ίδια διάθεση. Με σεβασμό, με πολιτισμό. Κι όχι να γίνεσαι κράχτης μιας άποψης που -αν έζησες από τα 20 μέχρι τα 60, 70 ή και 80 σου- θα πρέπει να ξέρεις μετά βεβαιότητας ότι θα προδοθεί. Να παραμένεις, ρε διάολε, άνθρωπος με τρυφερότητα…
Δεν ξέρω που και πως θα καταλήξει αυτή η αθηναϊκή προεκλογική μανία. Εκείνο που ξέρω είναι πως αν ψάξουμε λίγο στα δικά μας σωθικά ίσως τελικά «βγούμε απ’ αυτή τη φυλακή κι ανταμώσουμε την παιδική μας φίλη σε μια θάλασσα μικρή που να είναι πάντα το καλοκαίρι μας». Ίσως τότε οι πλατείες γεμίσουν ξανά από ανθρώπους και όχι από όχλους…