Προνομιακό Ένταλμα εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο για Σύρο ο οποίος ήταν υπό κράτηση για 18 μήνες για απέλαση για λόγους εθνικής ασφάλειας και διέταξε όπως αφεθεί ελεύθερος, αφού η διοίκηση, όπως αναφέρει, απέτυχε να στοιχειοθετήσει την κράτησή του, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σε πρόσφατη απόφασή του, το Ανώτατο Δικαστήριο, τελώντας ως πρωτοβάθμια δικαιοδοσία, έκρινε ως «βάσιμη» και «δικαιολογημένη» αίτηση Σύρου για προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus ad Dubjiciendum.
Η θέση του αιτητή, αναφέρεται, ήταν πως η διάρκεια της κράτησής του, «έχει καταστεί αδικαιολόγητη και παράνομη, και ως εκ τούτου ζητά από το Ανώτατο Δικαστήριο να εκδώσει το συγκεκριμένο ένταλμα, αφού οι αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν προβαίνουν σε οιανδήποτε ουσιαστική ενέργεια για απέλαση του».
Όπως αναφέρεται, ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από τη Συρία, συνέχιζε να τελεί υπό κράτηση από τις 23 Ιανουαρίου 2023, ημερομηνία κατά την οποία εξέτισε ποινή φυλάκισης δύο ετών, που του επιβληθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, στο οποίο κρίθηκε ένοχος, στις 17 Ιανουαρίου, του ιδίου έτους, σε κατηγορία, που αφορούσε σε «παρακολούθηση εκπαίδευσης για τέλεση αδικημάτων τρομοκρατίας μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και μέχρι την 3.1.2021».
Σημειώνεται ότι ο αιτητής εισήλθε στην Κύπρο τον Φεβρουάριο του 2017, και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, και του παραχωρήθηκε το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας τον Ιούλιο 2018, ενώ αργότερα, έλαβε άδεια παραμονής, η οποία ίσχυε μέχρι τον Οκτώβριο 2020.
Όταν ανακλήθηκε η απόφαση για χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας τον Ιανουάριο του 2021, μετά την αίτηση του ιδίου για ανανέωση της άδειας παραμονής του, καταχώρισε αίτηση ακυρώσεως στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. «Τρία και πλέον έτη μετά την καταχώριση της αίτησης ακυρώσεως, εδικαιώθη, αφού το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, με απόφαση του ημερ. 3.7.2024 αποφάσισε πως «ο ισχυρισμός που προώθησε η συνήγορος του αιτητή περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης του αιτητή εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου επιτυγχάνει», αναφέρεται στην απόφαση.
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η προδικαστική ένσταση από πλευράς της δικηγόρου του Γενικού Εισαγγελέα ήταν αβάσιμη και απορρίφθηκε.
Η στέρηση της ελευθερίας, αναφέρεται την απόφαση, «θα πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να υφίσταται καθ΄ ων χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης προωθείται με τη δέουσα επιμέλεια». Προστίθεται ότι, το χρονικό διάστημα που ο αιτητής συνεχίζει να τελεί υπό κράτηση, «πάνω από δεκαοκτώ μήνες, είναι μεγάλο».
Σημειώνεται, επίσης, ότι σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, που αυτός τελούσε υπό κράτηση «ουδεμία προσπάθεια έγινε για απέλαση του, παρόλο που ο ίδιος ισχυρίζεται πως στο παρελθόν επιθυμούσε την απέλαση του όχι στη χώρα καταγωγής του αλλά σε άλλη χώρα».
Αναφέρεται ακόμη ότι η παρατεταμένη απραξία εκ μέρους των αρμοδίων αρχών να μεριμνήσουν για την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων, χωρίς τα οποία ο αιτητής δεν φαίνεται να μπορεί να εγκαταλείψει την Κύπρο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παρατεταμένη κράτηση του.
Το Δικαστήριο αναφέρει ακόμη ότι στη χώρα του «δεν φαίνεται να είναι εφικτό στο παρόν στάδιο να απελαθεί», ενώ δεν έχει φανεί σε τι ενέργειες είχαν προβεί οι αρμόδιες αρχές για να τον βοηθήσουν να εκπληρώσει την επιθυμία του, όταν ο αιτητής είχε το 2021 εκφράσει την επιθυμία να αναχωρήσει οικειοθελώς από την Κύπρο με προορισμό την Τουρκία ή το Ιράκ, «επιθυμία που φαίνεται να ανακάλεσε στη συνέχεια».
Σημειώνει ακόμη το Δικαστήριο ότι η θέση των αρχών ότι ο αιτητής ευθύνεται για την καθυστέρηση στην εκδίκαση της Αίτησης Ακυρώσεως, δεν το βρίσκει σύμφωνο. Σημειώνει ότι ο αιτητής «είχε κάθε δικαίωμα» να καταχωρίσει την Αίτηση Ακυρώσεως και να προβεί νομίμως σε όποια διαδικαστικά διαβήματα σε σχέση με αυτήν, «και δεν μπορεί να του καταλογίζεται ευθύνη, και μάλιστα για να δικαιολογηθεί η στέρηση της ελευθερίας του, για το γεγονός ότι η δικαστική απόφαση εξεδόθη τρία και πλέον έτη μετά την καταχώριση της Αίτησης Ακυρώσεως». Άλλωστε, αναφέρεται, «η υποχρέωση των Δικαστηρίων να διασφαλίζουν την τελεσιδικία μιας διαφοράς εντός εύλογου χρόνου, σύμφωνα με το άρθρο 30 του Συντάγματος, είναι δεδομένη».
Σημειώνεται ακόμη ότι, με δεδομένη την πρόθεση των αρμοδίων αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας να απελάσουν τον αιτητή από τη χώρα, αφού τον θεωρούν πρόσωπο επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και δημόσια τάξη, ανεξάρτητα εάν αυτός απολαμβάνει ή όχι διεθνούς προστασίας, «δεν φαίνεται να έχουν προβεί σε οιανδήποτε ενέργεια για προώθηση ή προλείανση της απέλασής του, εκκρεμούσης της κράτησης του».
«Η διοίκηση είχε υποχρέωση να στοιχειοθετήσει, 18 και πλέον μήνες μετά, ότι ο αιτητής θα πρέπει να συνεχίσει να τελεί υπό κράτηση, κατ΄εξαίρεση, για λόγους εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης», αναφέρεται στην απόφαση, «κάτι που βρίσκω ότι απέτυχε να πράξει», σημειώνεται. Τουναντίον, προστίθεται, εξισορρόπηση των δικαιωμάτων του Κράτους και του αιτητή, οδηγεί στην έκδοση του αιτούμενου εντάλματος.
Το Δικαστήριο έκρινε την αίτηση κρίνεται «βάσιμη, δικαιολογημένη» και την ενέκρινε, εκδίδοντας το αιτούμενο Προνομιακό Ένταλμα και διέταξε όπως οι αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας «αφήσουν αμέσως ελεύθερο τον αιτητή».