Για επαχθή μέτρα και καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε εκπαίδευση και εργασία, κάνει λόγο η Συντεχνία Ακαδημαϊκού Προσωπικού του ΤΕΠΑΚ, σε σχέση με το πρωτόκολλο διεξαγωγής των μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο, για το εαρινό εξάμηνο 2021/22.
Σε σημερινή ανακοίνωση του, το ΔΣ της ΣΑΠ-ΤΕΠΑΚ εκφράζει τις έντονες ανησυχίες του σε σχέση με το πρωτόκολλο, όπως αυτό ψηφίστηκε στις 12 Ιανουαρίου από τη Σύγκλητο σημειώνοντας ότι «δεν εισακούσθηκαν οι σχετικές εισηγήσεις των θεσμών της πολιτείας συμπεριλαμβανομένης και της σύστασης του Υπουργικού Συμβουλίου της 29/12/2021 για εξ αποστάσεως εκπαίδευση στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση».
Ούτε, προσθέτει, «εισακούσθηκαν οι εισηγήσεις του Φορέα Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης (ΔΙΠΑΕ), ο οποίος με σχετική ανακοίνωσή του (03/01/2022), προτρέπει, μεταξύ άλλων, τη διδασκαλία μέρους του περιεχομένου διαδικτυακά».
Επιπρόσθετα, συνεχίζει, ούτε εισακούσθηκε η άποψη της ΣΑΠ-ΤΕΠΑΚ για υιοθέτηση της σύστασης για μία αρχική περίοδο εξ αποστάσεως διεξαγωγής μαθημάτων και επαναξιολόγηση των δεδομένων στην πορεία.
Η Συντεχνία θεωρεί δε πως «δεν ακολουθήθηκαν ούτε οι σωστές διαδικασίες και νομοθεσίες του Πανεπιστημίου, αφού η Διοίκηση του ΤΕΠΑΚ προέβη και πάλι σε παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας για υποχρεωτική διαβούλευση με τη Συντεχνία για θέματα που επηρεάζουν τα εργασιακά δικαιώματα των μελών μας».
«Επίσης, πριν τη συνεδρίαση της Συγκλήτου, δεν έγινε διαβούλευση μεταξύ Κοσμητόρων που εκπροσωπούν τις Σχολές στη Σύγκλητο και των μελών των σχολών τους για να ακουστούν και να μεταφερθούν οι ανησυχίες μεγάλου αριθμού ακαδημαϊκών αλλά και φοιτητών, και όχι οι προσωπικές τους απόψεις», συμπληρώνει.
Σύμφωνα με τη ΣΑΠ-ΤΕΠΑΚ, το γεγονός ότι η Σύγκλητος ενέκρινε πάλι το προηγούμενο πρωτόκολλο με κάποιες τροποποιήσεις, «χωρίς να εισακουσθεί και η έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, στην οποία γίνεται σαφές ότι καταπατούνται τα προστατευμένα δικαιώματα στην εκπαίδευση και την εργασία».
Κριτική στον Πρύτανη
Ασκεί κριτική επίσης τον Πρύτανη, καθηγητή Παναγιώτη Ζαφείρη, αφού όπως αναφέρει «δεν ενημέρωσε ποτέ τη Σύγκλητο, όπως όφειλε, για την εν λόγω έκθεση και την απέρριψε ως ασαφή». Επιπρόσθετα, συνεχίζει, δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε νομική γνωμάτευση στα μέλη της Συγκλήτου για τα θέματα που έθιξε η Επίτροπος για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρόλο που ο Πρύτανης είχε δηλώσει δημόσια ότι αιτήθηκε νομική γνωμάτευση.
Στην ανακοίνωση του, το ΔΣ της ΣΑΠ-ΤΕΠΑΚ υπογραμμίζει ότι, ενώ με το νέο πρωτόκολλο υπάρχει κάποια ελάχιστη πρόοδος σχετικά με τον μη αποκλεισμό ανεμβολίαστων φοιτητών από εργαστηριακές ασκήσεις, συνεχίζεται ο αποκλεισμός τους από μαθήματα με φυσική παρουσία και « παραμένει η έκδηλα δυσανάλογα απεχθής και παράνομη στάση του ΤΕΠΑΚ έναντι των ανεμβολίαστων ακαδημαϊκών που συνεχίζουν να αποκλείονται από τη διδασκαλία μαθημάτων και εργαστηρίων ακόμα και εξ αποστάσεως».
«Αυτό δεν συμβαίνει σε κανένα άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα – δημόσιο ή ιδιωτικό – (πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας τάξης) της Κύπρου», αναφέρει και προσθέτει πως, πέραν τούτου, ο αποκλεισμός ανεμβολίαστων εργαζομένων από την απασχόληση τους δεν εφαρμόζεται πουθενά αλλού στην Κύπρο ούτε και αποτελεί σύσταση της πολιτείας και των θεσμών της.
Κάνει ακόμη λόγο για εμμονή και προχειρότητα της Συγκλήτου, η οποία «συνεχίζει να εφαρμόζει τα πιο επαχθή μέτρα σε σχέση με όλα τα πανεπιστήμια της Κύπρου, πέραν αυτών που συστήνονται και καθορίζονται από την Πολιτεία, τους θεσμούς της και τη νομοθεσία».
Αυτό, συνεχίζει η ανακοίνωση, «επιφέρει εκτός από την καταπάτηση προστατευμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την εκπαίδευση και την εργασία, και διασπάθιση δημοσίου χρήματος, αφού το ΤΕΠΑΚ καταφεύγει επανειλημμένα και με πολλή ευκολία σε δαπανηρές και αχρείαστες νομικές γνωματεύσεις για να προστατευτεί από τις παράνομες και ατεκμηρίωτες αποφάσεις του».
Υπενθυμίζοντας ότι το πρωτόκολλο απαιτεί από όλους (διδάσκοντες και φοιτητές), ανεξαρτήτως εμβολιαστικής κάλυψης, να προσκομίζουν αρνητικό rapid ή PCR test δυο φορές τη βδομάδα, η ΣΑΠ – ΤΕΠΑΚ τονίζει ότι «για την υιοθέτηση αυτού του μέτρου δεν δόθηκε καμιά λεπτομερής υγειονομική εξήγηση και στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ακαδημαϊκοί και φοιτητές, που το Φθινοπωρινό εξάμηνο πληρούσαν τα κριτήρια για φυσική παρουσία, βρέθηκαν σε μεγάλες ουρές για να εξασφαλίσουν έγκαιρα το πιστοποιητικό εργαστηριακής εξέτασης».
“Μεγάλος αριθμός φοιτητών αποφάσισε να μην ταλαιπωρηθεί”
Εκφράζει δε τη θέση ότι, τουλάχιστον για την πρώτη εβδομάδα του Εαρινού εξαμήνου, η υιοθέτηση αυτού του επιπρόσθετου μέτρου είχε ως αποτέλεσμα μεγάλο ποσοστό φοιτητών να μη μπορέσει να παρακολουθήσει μαθήματα και οι απουσίες σε πολλά μαθήματα έφταναν και ξεπερνούσαν το 90%.
Σημειώνει, εξάλλου, ότι μεγάλος αριθμός φοιτητών αποφάσισε να μην ταλαιπωρηθεί με το υποχρεωτικό αυτό μέτρο και προτίμησε την εξ αποστάσεως διδασκαλία και πως είναι αμφίβολο αν όλοι θα επιστρέψουν στα μαθήματα δια ζώσης.
«Αν λοιπόν ο στόχος του πρωτοκόλλου ήταν η μεγιστοποίηση της διδασκαλίας με φυσική παρουσία, φαίνεται πως επιτεύχθηκε ακριβώς το αντίθετο, με αύξηση μάλιστα του φόρτου εργασίας των διδασκόντων μελών μας, που προσπαθούν για την όσο καλύτερη επίτευξη υβριδικής διδασκαλίας. Αναπόφευκτα αυτό θα επιδράσει αρνητικά και στην ποιότητα της διδασκαλίας», προστίθεται.
Σύμφωνα με τη Συντεχνία, χθες, Παρασκευή, πέντε μέρες μετά την έναρξη του Εαρινού εξάμηνου και με τεράστια απουσία φοιτητών από τα μαθήματα κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας, με μήνυμά του προς τους φοιτητές και δίχως την έγκριση της Συγκλήτου, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Σπουδών και Φοιτητικής Μέριμνας, απέστειλε στους φοιτητές αναθεώρηση του πρωτοκόλλου σε σχέση με τον αριθμό και τη διάρκεια των rapid test. Διερωτάται δε ποιος αποφάσισε μια τέτοια αναθεώρηση και γιατί μόνο για τους φοιτητές και όχι για τους ακαδημαϊκούς.
Η θέση της Συντεχνίας, σημειώνει η ανακοίνωση, παραμένει πως, με την απόφαση για φυσική παρουσία κατά το Εαρινό εξάμηνο, η Σύγκλητος όφειλε τουλάχιστον να μην αποκλείσει κανέναν διδάσκοντα ή διδασκόμενο, νοουμένου ότι προσκομίζεται αρνητικό τεστ ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου ή εργαστηριακής εξέτασης PCR, σύμφωνα με το πρωτόκολλο που έχει ήδη αποφασίσει και εφαρμόσει η Πολιτεία για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Κάνει ακόμη λόγο για έλλειψη μιας ισορροπημένης προσέγγισης ως προς το πρωτόκολλο διεξαγωγής μαθημάτων, «μιας προσέγγισης που να πληροί μεν τις υγειονομικές προδιαγραφές, αλλά και να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα στην εργασία και στην εκπαίδευση».
Το ΤΕΠΑΚ, καταλήγει η ανακοίνωση της Συντεχνίας, εκπέμπει μια εικόνα ενός δημόσιου πανεπιστημίου το οποίο «δεν σέβεται τις συστάσεις των αρμόδιων θεσμών της πολιτείας, τη νομοθεσία και τα ανθρώπινα δικαιώματα και εμμένει να πρωτοτυπεί αρνητικά, με ατεκμηρίωτες επιστημονικά αποφάσεις και με ελλιπείς διαδικασίες λήψης αποφάσεων που επιφέρουν τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα».