Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εσωτερικών συνήλθε την Πέμπτη προκειμένου να ενημερωθεί για την πολιτική θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφορικά με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό που θα ρυθμίζει την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης της Ευρώπης (European Media Freedom Act – EMFA).
Στο επίκεντρο της συζήτησης στην Επιτροπή βρέθηκε το Άρθρο 4 του εν λόγω Κανονισμού, με την πλειονότητα των μελών της Επιτροπής να τοποθετείται –μέσω δηλώσεων μετά το τέλος της συνεδρίας – κατά του συγκεκριμένου άρθρου. Όπως αναφέρθηκε, η συζήτηση του θέματος θα συνεχιστεί τόσο στη Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Ο Άριστος Δαμιανού, Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εσωτερικών και Βουλευτής του ΑΚΕΛ, ανέφερε ότι τα προηγούμενα χρόνια η Κύπρος και η Ελλάδα «βρέθηκαν -όχι άδικα- στο στόχαστρο των συζητήσεων για την παραγωγή, κυκλοφορία και διάθεση παράνομων κατασκοπευτικών λογισμικών».
Θα ανέμενε κανείς, πρόσθεσε, «ως αποτέλεσμα αυτών των παράνομων δραστηριοτήτων, ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα κινητοποιούνταν προς την κατεύθυνση της απαγόρευσης χρήσης κατασκοπευτικών λογισμικών». Αντί τούτου, όπως είπε, «στο πλαίσιο της συζήτησης του ευρωπαϊκού κανονισμού για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ευρώπη, παρεισέφρησε πρόνοια, δυστυχώς και με τη σύμφωνη γνώμη της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αρχικά επέτρεπε τις παρακολουθήσεις του δημοσιογραφικού κόσμου με παράνομα λογισμικά».
Εν συνεχεία, ο κ. Δαμιανού τόνισε ότι «το τελικό κείμενο, στο οποίο συμφώνησε η Κυπριακή Δημοκρατία λανθασμένα και απαράδεκτα, περιλαμβάνει πρόνοιες που λένε ότι υπό τη μορφή της παρέκκλισης τα κράτη μέλη της ΕΕ μπορούν να χρησιμοποιήσουν κατασκοπευτικά λογισμικά, νοουμένου ότι αυτή η χρήση θα συνάδει με τις πρόνοιες των προϋποθέσεων που τίθενται».
«Από τη στιγμή που προκύπτουν σοβαρά ζητήματα νομιμότητας και συντάγματος, θα συνεχίσουμε την εξέταση του ζητήματος για να δούμε πώς θα θωρακίσουμε τους πολίτες και τον δημοσιογραφικό κόσμο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπερέχουν του εθνικού δικαίου, είναι άμεσης ισχύος και άμεσης εφαρμογής», υπογράμμισε.
Απαντώντας σε ερώτηση για την ευθύνη των αρμόδιων υπουργείων της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο κ. Δαμιανού εξήγησε ότι οι Γενικοί Διευθυντές των Υπουργείων που παρέστησαν στη συνεδρία της Επιτροπής είπαν ότι λάμβαναν πολιτικές οδηγίες. «Ο συγκεκριμένος χειρισμός διατρέχει τη νυν και την προηγούμενη Κυβέρνηση», σημείωσε, κάνοντας λόγο για «συνυπευθυνότητα».
«Ο πολιτικός χειρισμός ανήκε στο Υπουργείο Εσωτερικών, επί του εδάφους γινόταν από λειτουργό του Υφυπουργείου Πολιτισμού. Το Υπουργείο Εξωτερικών απλώς ερμήνευσε τον χειρισμό, λέγοντας ότι ενδεχομένως αφορούσε την απαίτηση της Γαλλίας και ενδεχομένως της Ισπανικής Προεδρίας», κατέληξε.
Από την πλευρά του, ο Κυριάκος Χατζηγιάννης, Βουλευτής του ΔΗΣΥ, σημείωσε ότι η ελευθερία των ΜΜΕ πρέπει να διασφαλίζεται ως κόρη οφθαλμού και δεν μπορεί να ανταλλάσσεται με άλλα ωφελήματα. «Δυστυχώς η Κυβέρνηση, χωρίς να διαβουλευτεί, έχει μπει στη λογική του ξεπουλήματος αυτής της βασικής ελευθερίας των ΜΜΕ», πρόσθεσε.
«Σωστά απασχόλησε την ΕΕ το θέμα της δημιουργίας νομικού πλαισίου για τη διασφάλιση και ενίσχυση της ελευθερίας των ΜΜΕ, ωστόσο υπάρχει το επίμαχο άρθρο 4, του οποίου η τελική κατάληξη δεν είναι ικανοποιητική», επεσήμανε ο κ. Χατζηγιάννης, υποδεικνύοντας ότι «μέσα από τις σωρευτικές πρόνοιες και ειδικά για την Κύπρο γεννιέται ένας νέος κίνδυνος, όπου σε περίπτωση δημοκρατικής ανωμαλίας ο πολιτειακός άρχοντας μπορεί να κάνει κατάχρηση αυτής της εξουσίας που θα του επιτρέπει να παρακολουθεί όλους τους δημοσιογράφους χωρίς τον οποιονδήποτε περιορισμό».
Ακολούθως, έκανε λόγο για «άτσαλη μεθόδευση», γιατί το ζήτημα δεν αντιμετωπίστηκε ως θέμα που άπτεται των βασικών ελευθεριών, αλλά θεωρήθηκε ότι είναι ένα σύνηθες εμπορικό θέμα εντός της ΕΕ. Ακόμη, εξέφρασε την απόλυτη απογοήτευσή του από τον χειρισμό του θέματος και την απόλυτη ανησυχία του για το περιεχόμενο του Άρθρου 4. Παράλληλα, επεσήμανε ότι στον κανονισμό υπάρχουν πολλά δυνατά σημεία που ενισχύουν την ελευθερία των ΜΜΕ, γιατί η ανθρωπότητα αυτήν την περίοδο είναι αντιμέτωπη με πολλούς πολέμους και με επιθέσεις στη δημοκρατία και στις βασικές ελευθερίες έκφρασης.
Ο Πανίκος Λεωνίδου, Βουλευτής του ΔΗΚΟ, ανέφερε ότι, βάσει του κυπριακού Συντάγματος και της ειδικής νομοθεσίας που ψήφισε η Βουλή πριν από 2-3 χρόνια, τα δικαιώματα των δημοσιογράφων και των πολιτών προστατεύονται σε μεγάλο βαθμό. Πρόσθεσε ότι η άρση του απορρήτου επικοινωνίας ενός προσώπου γίνεται όταν αυτό το πρόσωπο διαπράττει αδικήματα του Ποινικού Κώδικα και μεγάλα κακουργήματα. Σε αυτήν την περίπτωση, όπως εξήγησε, οι προϋποθέσεις είναι ρητές και συγκεκριμένες και πρέπει να υπάρχουν σωρευτικά, δηλαδή όλες μαζί.
«Θα συνεχιστεί η συζήτηση, θα ακούσουμε και τις απόψεις και άλλων φορέων και όταν θα είμαστε έτοιμοι θα κάνουμε την τελική μας δήλωση», υπογράμμισε, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι η Νομική Υπηρεσία και οι υπηρεσίες του κράτους έχουν λειτουργήσει με συνέπεια.
«Εάν χρειάζεται η δική μας παρέμβαση στο εσωτερικό εθνικό δίκαιο, ασφαλώς και θα το πράξουμε. Εάν είναι θέματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα πρέπει η Κυβέρνηση και τα αρμόδια τμήματα του κράτους να παρέμβουν με τις προβλεπόμενες διαδικασίες», τόνισε ο κ. Λεωνίδου.
Απαντώντας σε ερώτηση, ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ, επικαλούμενος το Άρθρο 17 της κυπριακής νομοθεσίας, σημείωσε ότι «το κράτος πρόλαβε και διασφάλισε τα δικαιώματα των πολιτών μέσω του Συντάγματος, άρα μας καλύπτει η διαδικασία που καθορίζει ο κανονισμός».
Η Αλεξάνδρα Ατταλίδου, ανεξάρτητη Βουλεύτρια, δήλωσε ότι «η ελευθεροτυπία και το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων είναι πυλώνας της Δημοκρατίας, αφού άπτεται του δικαιώματος των πολιτών στην έγκαιρη, αμερόληπτη και αντικειμενική ενημέρωση». Πρόσθεσε πως «είναι πολύ απογοητευτικό ότι σε μια πράξη που υποτίθεται ότι υπεράσπιζε τα πιο πάνω η Κυβέρνηση με τη συμμετοχή της επέτρεψε να παρεισφρήσει άρθρο που επιτρέπει έστω και με ασφαλιστικές δικλίδες πρόνοια παρακολούθησης των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ με κατασκοπευτικό λογισμικό».
«Η Κυβέρνηση για μια ακόμα φορά χειρίστηκε λανθασμένα το θέμα», ανέφερε η κ. Ατταλίδου, σημειώνοντας ότι η απουσία κουλτούρας διαβούλευσης με όλους τους αρμόδιους φορείς δεν επέτρεψε στην Κυβέρνηση να ακούσει τις απόψεις όλων όσοι εκπροσωπούν τα ΜΜΕ ούτως ώστε να διαμορφώσει τη θέση της για τη συζήτηση που γινόταν στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Η χρήση των παράνομων κατασκοπευτικών λογισμικών εις βάρος δημοσιογράφων είναι πάρα πολύ επικίνδυνη άποψη για ένα ευρωπαϊκό δημοκρατικό κράτος», υπέδειξε. «Δεν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας από την αρχή, χωρίς να εφαρμόζουμε τη διαβούλευση, που μας ενημερώνει έγκαιρα για τα προβλήματα που βρίσκουμε μπροστά μας ώστε να τα χειριστούμε ανάλογα», επεσήμανε.
Από την πλευρά του, ο Γιώργος Φράγκος, Πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου (ΕΣΚ), τόνισε ότι «το Άρθρο 4 δημιουργεί δυνητικούς κινδύνους συρρίκνωσης της ελευθεροτυπίας έκφρασης και του πλουραλισμού των απόψεων», προσθέτοντας ότι οι απόψεις της ΕΣΚ απηχούν τις απόψεις της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων.
Επιπλέον, υπέδειξε ότι το Άρθρο 4 πρέπει να απαλειφθεί παντελώς, διότι δημιουργεί προϋποθέσεις που διαβρώνουν το δημοκρατικό γίγνεσθαι. «Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να δεχτούμε κάτι τέτοιο», υπογράμμισε. Όπως είπε, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας που έχει προηγηθεί δεν κλήθηκε η ΕΣΚ, η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ή κανένας άλλος εμπλεκόμενος επαγγελματικός φορέας για να εκφέρει απόψεις.
Δυστυχώς, συνέχισε ο κ. Φράγκος, η Κύπρος ήταν μια από τις 7 χώρες που υιοθέτησε την πρόταση της γαλλικής Κυβέρνησης, η οποία δημιουργεί προϋποθέσεις για την παρακολούθηση των δημοσιογράφων. Το θέμα θα επανέλθει στην Ολομέλεια του ΕΚ τον Μάρτιο, συμπλήρωσε. «Θα είμαστε σε επαγρύπνηση και, όπως κατάφερε πρόσφατα σύσσωμος ο ευρωπαϊκός δημοσιογραφικός κόσμος να αποτρέψει την αρχική μορφή του Άρθρου 4, θα παλέψουμε για πλήρη απάλειψη αυτής της πρόνοιας», ανέφερε καταληκτικά.