To Ανώτατο Δικαστήριο ανέστειλε διαδικασία εκδίκασης έφεσης υπόδικου, ο οποίος κατέθεσε έφεση κατά της κράτησης του μέχρι να ξεκινήσει η δίκη του, δύο μέρες μετά που δραπέτευσε από τον χώρο κράτησης του.
Το Εφετείο έκρινε πρόσφατα ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν μπορεί να αποδεχτεί να ακούσει την έφεση, η εκδίκαση της οποίας αναστάλθηκε, με το αιτιολογικό ότι ο εφεσείων, με την απόδρασή του «περιφρονεί το ίδιο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης».
Σύμφωνα με την απόφαση, ο εφεσείων παραπέμφθηκε την 1η Φεβρουαρίου σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου, που θα συνεδριάσει στις 2 Μαρτίου και διατάχθηκε η κράτησή του μέχρι τότε.
Η ιδιαιτερότητα της υπόθεσης, προστίθεται, έγκειται στο γεγονός ότι στις 5 Φεβρουαρίου ο εφεσείων απέδρασε και μέχρι σήμερα δεν έχει καταστεί δυνατός ο εντοπισμός και η σύλληψή του, αλλά καταχώρησε έφεση, μέσω του δικηγόρου του, δύο μέρες μετά κατά της διαταγής για την κράτησή του.
«Ο δικηγόρος που τον εκπροσωπεί ανέφερε ότι είχε λάβει ρητές οδηγίες από τον εφεσείοντα πριν την απόδρασή του, τις οποίες του επιβεβαίωσε τηλεφωνικά μετά την απόδρασή του, για να καταχωρήσει και να εμμένει στην προώθηση της παρούσας έφεσης» αναφέρει το Δικαστήριο.
Ο δικηγόρος, ο οποίος πληροφόρησε σχετικά την Αστυνομία και συμβούλευσε τον εφεσείοντα να παραδοθεί, ανέφερε στο Δικαστήριο ότι το αντικείμενο της έφεσης δεν έχει εκλείψει, παρά το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν είναι πλέον κρατούμενος. «Επρόκειτο, ανέφερε, για μια εξόφθαλμα εσφαλμένη απόφαση κράτησης» προστίθεται.
Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα ήταν της άποψης ότι, με δεδομένη την απόδραση, δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο προς εκδίκαση και ζήτησε την απόρριψη της έφεσης, αναφέρεται.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, αντικείμενο μπορεί να υπάρχει, αλλά το ζήτημα είναι «κατά πόσο ο εφεσείων μπορεί να προωθεί την έφεσή του και να επικαλείται τη βοήθεια του Δικαστηρίου, ενώ ο ίδιος, με την ενέργειά του να αποδράσει, επέδειξε ασέβεια προς τη δικαστική απόφαση κράτησής του παίρνοντας ουσιαστικά το νόμο στα χέρια του».
Αναφερόμενο σε νομολογία, το Δικαστήριο είπε ότι η θεμελιακή αρχή που αναδύεται, και που τυγχάνει εφαρμογής στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, είναι ότι, «δεν είναι αποδεκτό το Δικαστήριο να εγκύπτει επί ζητήματος που εγείρει πρόσωπο που περιφρονεί το ίδιο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και, στην προκειμένη περίπτωση, μέσω βίαιας καταφρόνησής του».
Εναπόκειται στον εφεσείοντα να αιτηθεί τον ορισμό της έφεσης για ακρόαση, εφόσον εκλείψει το πιο πάνω κώλυμα, αναφέρεται.