Την προσωπική του εμπειρία από τη συμμετοχή του στην επιχείρηση με την κωδική ονομασία “Νίκη”, περιγράφει μετά από πολλά χρόνια ο Κύρκος Ευάγγελος, ιατρός στην Α΄Μοίρα Καταδρομών το 1974, ως ένα μνημόσυνο αφιερωμένο, όπως είπε, στο ΚΥΠΕ, στους νεκρούς κομάντος της Α Μοίρας καταδρομών κατά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974. Μετά από τόσα χρόνια οι πληγές επουλώθηκαν αρκετά, αφηγείται στο ΚΥΠΕ, τα γεγονότα φαντάζουν πιο αχνά, η αγανάκτηση μειώθηκε και τον κυρίευσε, όπως ομολογεί, μια παρόρμηση, να μάθει ο κόσμος αυτό το γεγονός, μια που η πατρίδα μας, έκανε τα ‘’αδύνατα- δυνατά’’ να το διαγράψει απ’ τα κατάστιχα της ελληνικής ιστορίας. Κρίμα μονολογεί…, λέγοντας πως η ηρωική αποστολή “ήταν μια αποστολή θανάτου”.
Επιχείρηση Νίκη. 21η Ιουλίου 1974
Ο διοικητής τους, ο ταγματάρχης Γεώργιος Παπαμελετίου, έλαβε προφορική εντολή από τον ταξίαρχο Γιάννακα της Διοίκησης Καταδρομών να αναδιατάξουν τις δυνάμεις τους, να αναπροσαρμόσουνε τους φόρτους και τον οπλισμό τους, προκειμένου να αναλάβουν αποστολή στην Κύπρο, για να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία και ελευθερία της.
Είχαν, είπε στο ΚΥΠΕ ο γιατρός, πληροφορηθεί ότι η Τουρκία είχε κάνει στρατιωτική εισβολή, το πρωί της 20ής Ιουλίου. Ο ίδιος στην μοίρα ήταν μόνο 15 μέρες, οπλίτης ιατρός. Ο υπίατρος έλειπε με άδεια στην Αθήνα και ένας άλλος πιο παλιός οπλίτης γιατρός ήταν στο Ηράκλειο, σ’ ένα κλιμάκιο της μοίρας, που υπήρχε εκεί. Ενώ ήταν προετοιμασμένοι πολεμικά για τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, – ο χώρος ανάπτυξης της Μοίρας τους σε καιρό πολέμου ήταν η Ρόδος – στις 3.30 το απόγευμα, τον καλεί ο Διοικητής τους και του λέει ότι η αποστολή τους ήταν πλέον άλλο μέρος, στο οποίο θα μεταφέρονταν με αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας που είχαν ήδη απογειωθεί από τα αεροδρόμια της Ελευσίνας και του Βόλου και πετούσαν προς τη Σούδα. Στην ερώτηση του, “πού θα πάμε κύριε Διοικητά;” η απάντηση που πήρε ήταν “να μη σε νοιάζει”. Όλη η δύναμη της Μοίρας θυμάται βρίσκεται έξω από το προαύλιο που ήταν σε ετοιμότητα.
Ο κάθε καταδρομέας καθισμένος κάτω στο δάπεδο είχε μπροστά στα πόδια του μια κούτα με σφαίρες ενώ γέμιζε γεμιστήρες. Αντιλαμβανόμενος ο ίδιος, όπως ομολογεί, εκείνη την στιγμή ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε, κάθεται και γράφει ένα γράμμα προς τους γονείς του και το ρίχνει στο γραμματοκιβώτιο. Πιστεύω, είπε, “ότι ακόμα….εκεί θα βρίσκεται”.
Σιγά- σιγά η μέρα περνάει. Η απορία και αγωνία είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων, θυμάται. Αρχίζει να σουρουπώνει. Γίνεται η αναφορά της Μοίρας και συντεταγμένα πλέον και πειθαρχημένα, γύρω στις 19.30, επιβιβαστήκανε είπε, στα επιταγμένα λεωφορεία του ΚΤΕΛ από τα Χανιά που είχαν φτάσει. Ο ενθουσιασμός των καταδρομέων ήταν μεγάλος, το ηθικό “ακμαιότατο”, όπως λένε και στο στρατό. Ολοι τους τραγουδούσανε τα τραγούδια της Κρήτης, αντάρτικα και το τραγούδι «Πότε θα κάμει ξαστεριά». Περνούσανε μέσα από την αγορά των Χανίων και ο κόσμος που ήταν ενημερωμένος, χειροκροτούσε κα τους έλεγε “στο καλό, παιδιά, και καλό βόλι!”»
Αυτοί, είπε, ήξεραν, ενώ οι ίδιοι τους δεν είχαν ιδέα πού πηγαίνανε. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο της Σούδας γύρω στις 20.00-20.30, είδαν ότι είχαν φτάσει τα περισσότερα αεροσκάφη και μέσα βρισκόταν μόνο ένα μέρος του πληρώματος. Οι χειριστές είχαν ήδη μεταβεί στο κέντρο επιχειρήσεων, για να ενημερωθούν από τον ταξίαρχο Στεφαδούρο για τις συνθήκες της αποστολής. Έξω απ΄τα αεροσκάφη αφού παρατάχτηκε η Μοίρα, τους ανακοινώνει ο Διοικητής, “παλληκάρια πάμε για Κύπρο”. Νεκρική σιγή…
Το πρώτο αεροσκάφος που πρέπει να απογειώθηκε γύρω στις 21.00, με κατεύθυνση από το αεροδρόμιο προς τον κόλπο της Σούδας, ανατολικά των Λευκών Όρων, και στη συνέχεια θα κατέβαινε σε πολύ χαμηλό ύψος πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η ενημέρωση, είπε, που είχε γίνει από τον ταξίαρχο Στεφαδούρο, που ήταν απεσταλμένος από το Αρχηγείο της Αεροπορίας, προς τους αεροπόρους και το διοικητή της Μοίρας ήταν ότι θα υπήρχε πλήρης σιγή ασυρμάτου, φώτα πλεύσεως σβηστά, απόλυτο σκοτάδι και ότι μέσα στα αεροσκάφη δεν θα κινείτο ούτε κουνούπι. Δεν θα άναβε, κανένα φως, ούτε τσιγάρο ή αναπτήρας, τίποτε!
Όπως αναφέρει στο ΚΥΠΕ, «ήταν πραγματικά ηρωική αυτή η αποστολή, με την έννοια ότι έγινε από πιλότους που, στο σύνολό τους, δεν είχαν δει ποτέ την Κύπρο και τα αεροσκάφη πήγαιναν, για πρώτη φορά, μόνο με χάρτη και πυξίδα!». Την εποχή εκείνη, ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν εντελώς δύσκολο, λέει. «Ήταν μια αποστολή θανάτου», αναφέρει, και με το δεδομένο ότι τα αεροσκάφη ήταν παλιά και με πτητικά προβλήματα. Γι’ αυτό και από το διεθνή Τύπο αλλά και πολλούς στρατιωτικούς κύκλους, αλλά και από το δημοσιογράφο Αλί Μπιράντ της Τουρκίας, ονομάστηκε “αποστολή αυτοκτονίας”.
“Εάν οι Τούρκοι μέσα από τα ραντάρ έβλεπαν την αποστολή, αρκούσε ένα αεροσκάφος αναχαίτισης για να μας ρίξει όλους μέσα στη θάλασσα”, λέει. Και ενώ ειπώθηκε, συνέχισε, ότι «εμείς θα είχαμε συνοδεία μαχητικών αεροσκαφών, ώστε να γίνουν αναχαιτίσεις σε περίπτωση προσβολής από τουρκικά αεροσκάφη, εκ των υστέρων μάθαμε ότι τέτοια δυνατότητα δεν υπήρχε. Γιατί πρώτον εμείς πετούσαμε στα 80-100 μέτρα, ίσως και χαμηλότερα, πάνω από τη θάλασσα, κάτι απαγορευτικό για τα μαχητικά αεροσκάφη, που δεν έχουν τέτοια δυνατότητα, καθώς υπάρχει κίνδυνος ατυχήματος. Και δεύτερον, τα ελληνικά μαχητικά έπρεπε να παραμείνουν στον αέρα πάνω από 5 ώρες, για να συνοδεύσουν το πήγαινε αλλά και την επιστροφή των Noratlas, και δεν υπήρχε δυνατότητα ανεφοδιασμού».
O ίδιος επιβιβάστηκε στο 6ο αεροπλάνο, με τον κωδικό «Νίκη 6» με επικεφαλής τον αείμνηστο Υπολοχαγό κ. Μπένο. «Πλήρης συσκότιση. Κάποια στιγμή ανεβαίνουν οι πιλότοι. Παιδιά φοράτε τα αλεξίπτωτα σας, έτσι; – ρωτά ένας πιλότος. «Ποια αλεξίπτωτα; Δεν έχουμε αλεξίπτωτα. Ωχ, κατάλαβα, λέει ο πιλότος… Χάος». Με την ψυχολογία αυτή, συνεχίζει την αφήγησή του ο νεαρός τότε γιατρός, «αρχίζει το αεροπλάνο μας να τροχοδρομεί και ξεκινάει η οδύσσεια που έμελλε να μας στιγματίσει για όλη μας τη ζωή. Ο υπολοχαγός μας δίνει εντολή να ξεφορτωθούμε τα σακίδια, τις σφαίρες, τα όπλα μέχρι να φθάσουμε στην Κύπρο. Στο ταξίδι χωρίς γυρισμό». Όπως λέει, «εγώ προσωπικά έτσι νόμιζα».
Στο μυαλό του, σημειώνει, υπήρχε ένα απόλυτο κενό σκέψης και συναισθημάτων σε τέτοιο βαθμό, που μπορεί και να τον πήρε ο ύπνος ένα διάστημα κατά την διάρκεια του ταξιδιού, παρ’ όλη τη φασαρία από τις μηχανές του αεροπλάνου.
«Πετούσαμε τόσο χαμηλά που φαίνονταν πολύ έντονα κάποια πλοία που βρίσκονταν στο δρόμο μας, σχεδόν από πάνω μας. Πότε –πότε μου ερχόταν στο μυαλό η μορφή της μάνας και του πατέρα μου να παίρνουν ένα τηλεγράφημα που να λέει ότι… «ο γιος σας έπεσε υπέρ πατρίδος κ.τ.λ. κτλ, κτλ…».
Μετά από ώρες -ποιος ξέρει πόσες, τελικά 4 ώρες- συνεχίζει την αφήγησή του ο Κύρκος Ευάγγελος, “είδαμε κάποια φώτα, από τα φινιστρίνια του Νοράτλας”. Ο υπολοχαγός τους δίνει εντολή «φορτωθείτε τα πράγματα σας, φθάσαμε, είμαστε πάνω από την Κύπρο».
Εκείνη τη στιγμή περίπου ήταν, σημειώνει, που ακούει κάποιους περίεργους θορύβους, κάτι σαν να πέφτει βροχή και χαλάζι πάνω σε λαμαρίνες. “Άραγε τι γίνεται;”, διερωτήθηκε, “βρέχει στην Κύπρο; Ρίχνει χαλάζι;”. Κοίταξε από το παράθυρο του αεροπλάνου και είδε πως ο ουρανός είχε γεμίσει τροχιοδεικτικά. Διασταυρούμενα πυρά. Παράλληλα, είδε τα φώτα του διαδρόμου του αεροδρομίου να αναβοσβήνουν.
Σε τέτοιες στιγμές, ομολογεί, το μόνο που σου μένει είναι να κάνεις το σταυρό σου, και να περιμένεις. Ο πιλότος αγωνίζεται να προσγειώσει το σκάφος του. “Η μία μηχανή βγαίνει off και παίρνει φωτιά. Όλοι προσπαθούνε να προφυλαχτούμε”. Πώς; Εκείνη την στιγμή ο διπλανός του, πρέπει να ήταν ο αείμνηστος Οικονομάκης, συλλογιέται, προσθέτοντας πως δεν δεν τους γνώριζε καλά γιατί ήταν καινούριος στην Μοίρα, μέσα στις αναλαμπές από τις φωτιές έρχεται με ανοιχτά τα μάτια και πέφτει κατ’απάνω του. Νόμισε, λέει, ότι το έκανε από φόβο, γι αυτό και τον έσπρωξε λέγοντάς του, “μην φοβάσαι ρε βλάκα”.
Έπεσε δίπλα του ακίνητος. Απέναντι του, ένα άλλο παιδί σφάδαζε από τους πόνους. Πρέπει να τον είχε πάρει το βλήμα στην κοιλιά. Στη μέση της ατράκτου είχε ανοίξει μια μεγάλη τρύπα και έμπαινε ο αέρας με δύναμη. Αμέσως σβήνει και η άλλη μηχανή.
Το αεροπλάνο γίνεται ανεμόπτερο. Οι πιλότοι προσπαθούν να το προσγειώσουν χωρίς μηχανές. “Μας έσωσε, όπως φάνηκε μετά, το ότι είχαμε αρκετό ύψος. Το αεροπλάνο μύρισε κηροζίνη. Το πώς δεν πήρε φωτιά ένας Θεός ξέρει”, είναι η συγκλονιστική περιγραφή που κάνει ο γιατρός.
Μετά από λίγο, ”αφού δεχόμαστε ένα δυνατό τράνταγμα, αισθανόμαστε το σκάφος να σέρνεται πάνω στα χόρτα στην άκρη του διαδρόμου και μετά από ένα ακαθόριστο διάστημα σταμάτησε. Επειδή το σκάφος είχε γύρει στο αριστερό πλάι, δεν χρειάστηκε σκάλα. Πηδήξαμε έξω απ΄το αεροπλάνο. Ο λεβέντης ο Σαμούρκας έπεσε σε μια από τις τρύπες ενός μέτρου που ανοίξανε τα αντιαεροπορικά στην άτρακτο, φορτωμένος με τα βλήματα του ΠΑΟ”, αφηγείται. Όταν αργότερα, θυμάται, έληξαν τα γεγονότα τον είχε στο ιατρείο κάθε μέρα με τη μέση του. Μόλις κατεβήκαν ο υπολοχαγός τους φωνάζει: Παιδιά ακροβολιστείτε να μην μας κτυπήσουν με όλμους, νομίζοντας ότι αυτοί που τους κτυπούσαν όταν ήταν στον αέρα ήταν οι Τούρκοι.
Ακροβολιστήκαμε, σημειώνει, “όλοι οι κομάντος δεξιά και αριστερά του διαδρόμου προσγείωσης μέσα στα χόρτα και πήραμε θέσεις μάχης. Εγώ προσπαθούσα να περιποιηθώ τους τραυματίες μέσα στο σκοτάδι.Μερικοί ήταν ελαφρά τραυματισμένοι, άλλοι βαρύτερα, ο ένας πολύ βαριά, το υγειονομικό μου σακίδιο σχεδόν άδειασε και το χειρότερο, είχαμε και δύο νεκρούς. Οικονομάκης, Νομπελής. Τραυματίες εννέα. Διασκορπισμένοι στα χόρτα βλέπαμε τα αεροπλάνα ένα- ένα να προσγειώνονται να αποβιβάζουν τους κομάντος και απογειώνονται αμέσως. μέσα σε καταιγιστικά πυρά”.
Οταν έφυγαν όλα τα αεροπλάνα επικρατούσε μια απόλυτη ησυχία. Τα αντιαεροπορικά σταμάτησαν. Εκείνη τη στιγμή έρχεται ένας αξιωματικός του στρατού της Κύπρου και τους λέει, “παιδιά ηρεμήστε οι Τούρκοι είναι αρκετά μίλια μακριά από δω που βρισκόμαστε. Ανακουφισμένοι απ΄την πληροφορία αυτή ανάψαμε το πρώτο μας τσιγάρο στην Κύπρο. Μετά από αυτό, ήρθε ο Διοικητής μας σε επαφή με τη φρουρά του αεροδρομίου και με τον επικεφαλής συνταγματάρχη Παπαδόπουλο, που ήταν σε μια κατάσταση αλλοφροσύνης, δεν ήξερε τι του γινόταν τα είχε χαμένα. Εκείνος μας είπε ότι γνώριζε ότι τα αεροπλάνα ήταν ελληνικά, αλλά δεν είχαν πάρει το σήμα οι υπόλοιπες δυνάμεις γύρω από το αεροδρόμιο, λόγω έλλειψης επικοινωνίας”.
Προσθέτει πως η έλλειψη συντονισμού, λόγω του εγκληματικού πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, είχε ως αποτέλεσμα να χτυπηθούν και τα 13 αεροσκάφη από ελληνικά αντιαεροπορικά πυρά στον αέρα της Λευκωσίας, καθώς θεωρήθηκαν ότι τα αεροπλάνα ήταν τουρκικά. Αργότερα μάθανε ότι ένα άλλο αεροσκάφος είχε πέσει, δεν το είχαν δει και φλεγόταν στο λόφο της Μακεδονίτισσας, που απείχε 3 χιλιόμετρα. Αυτόπτες μάρτυρες τους είπαν ότι είχε δεχτεί πυρά στις δεξαμενές καυσίμων και φλεγόταν όταν ακόμα ήταν στον αέρα. “Η αναγνώριση των νεκρών παιδιών ήταν αδύνατη”, λέει, γιατί οι περισσότεροι είχαν καεί. “Και, για να μη γίνουν βορά στα σκυλιά, δόθηκε εντολή να πάει ένα γκρέιντερ και να σκεπάσει τα συντρίμμια σε έναν ομαδικό τάφο. Είναι οι σοροί των παλικαριών που πρόσφατα φέρανε από την Κύπρο”, συμπληρώνει. Με στρατιωτικά οχήματα μεταφέρουν τους επιζώντες σε ένα χωράφι με μεγάλες λεμονιές, σε μια ιερατική σχολή, κοντά στη Λευκωσία. Αρχίζει να χαράζει, θυμάται.
Οι καταδρομείς κατάκοποι είναι ξαπλωμένοι κάτω απ’ τα δένδρα, μερικοί κοιμούνται, άλλοι συζητούν, άλλοι φροντίζουν τα όπλα τους, άλλοι κοιμούνται, άλλοι τρώνε κάτι ξεροκόμματα που τους φέρανε, θυμάται.
«Με το που βγαίνει ο ήλιος ακούμε τον βόμβο των αεριωθούμενων που πετούσαν πάνω από τη Λευκωσία και το κροτάλισμα των πολυβόλων τους, πολυβολώντας αδιάκριτα, μέχρι και τις εγκαταστάσεις του νοσοκομείου, οι αθεόφοβοι», μονολογεί ο Κύρκος Ευάγγελος.
Την πρώτη μέρα την περάσανε στη Λευκωσία κάτω απ΄ τις λεμονιές μη τολμώντας να ξεμυτίσουν σαν μονάδα αφού οι Τούρκοι πετούσαν συνεχώς από πάνω τους. «Όλη η προδοσία του ζητήματος της Κύπρου, έχει καταγραφεί στη μνήμη μου», λέει.
Όσο για το αεροδρόμιο σημειώνει πως αυτό παραδόθηκε στο προσωπικό του ΟΗΕ, όταν απωθήθηκαν οι Τούρκοι, διαφορετικά κανείς δεν ξέρει πια θα ήταν η τύχη ολόκληρης της Λευκωσίας αν έπεφτε το αεροδρόμιο στα χέρια τους σημειώνει.
Της παράδοσης στον ΟΗΕ προηγήθηκε μάχη. «Όταν οι Τούρκοι πλησίασαν ακόμα πιο κοντά, τότε αρχίζει το πανηγύρι. Τα δικά μας ΠΑΟ 90 ολοκαίνουργα στη μοίρα, τα πολυβόλα και τα αυτόματα κάνουν θραύση. Τα τούρκικα τανκς σηκώνονταν στον αέρα, οι Τούρκοι οπλίτες που ακολουθούν τα τεθωρακισμένα αρχίζουν να οπισθοχωρούν πανικόβλητοι. Πέσανε πολλά κορμιά. Μακελειό», λέει.
Και συνεχίζει: «Δεν ξέραν από πού τους ερχότανε. Σφαγή». Θυμάται το κλάμα τους για το χαμό των συναδέρφων τους. Θυμάται την αναφορά της Μοίρας ένα πρωινό.
«Παρόντες 270. Απόντες 30 Έπεσαν υπέρ πατρίδος. Όλοι μείνανε αποσβολωμένοι. Οικονομάκης Κωνσταντίνος… Επεσε υπέρ πατρίδος. Νομπέλης Σπυρίδων… Επεσε υπέρ Πατρίδος… Πρινιανάκης Στυλιανός …Έπεσε υπέρ πατρίδος. Νάκος Κωνσταντίνος … Έπεσε υπέρ πατρίδος και συνέχιζε…».