Το Υφυπουργείο Ναυτιλίας εκφράζει την ικανοποίηση του για την απόφαση του Μεξικανικού Δικαστηρίου ημέρας Παρασκευής 19 Μαρτίου 2021, με την οποία ο πολωνικής καταγωγής πλοίαρχος Andrzej Lasota κρίθηκε αθώος.
Συγκεκριμένα, ο Andrzej Lasota υπηρετούσε σε υπό κυπριακής σημαίας πλοίο στο οποίο εντοπίστηκε ποσότητα ναρκωτικών. Παρόλο που το πλήρωμα του πλοίου προέβη σε ενημέρωση των Αρχών του Μεξικού για τον εντοπισμό των ναρκωτικών, εντούτοις ο ίδιος συνελήφθη και κρατείτο από τις Μεξικανικές Αρχές τους τελευταίους 20 μήνες.
Από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του, η Κυπριακή Δημοκρατία προέβηκε σε διπλωματικές παραστάσεις στην Κυβέρνηση του Μεξικού με ρηματικές διακοινώσεις μέσω της διπλωματικής οδού, καθώς και μέσω της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Μεξικό ζητώντας την απελευθέρωση του πλοιάρχου Lasota.
Το Υφυπουργείο ήγειρε το θέμα σε διεθνές επίπεδο στα πλαίσια της Νομικής Επιτροπής του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού. Επιπρόσθετα, ο Υφυπουργός Ναυτιλίας Βασίλης Δημητριάδης, με επιστολές του και διμερείς συναντήσεις κατέβαλε προσπάθειες και σε συνεργασία με Κύπριους και Πολωνούς Ευρωβουλευτές, ούτως ώστε να ευαισθητοποιηθούν τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πιο συγκεκριμένα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης. Σε στενή συνεργασία με την πλοιοκτήτρια εταιρεία καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια έτσι που ο πλοίαρχος Lasota να έχει μια δίκαιη και αντικειμενική δίκη.
Ανταποκρινόμενοι στο αίτημα της οικογένειας του πλοιάρχου Lasota, το οποίο εκφράστηκε σε διαδικτυακή συνάντηση που είχε ο Υφυπουργός Ναυτιλίας με μέλη της οικογένειας του, η Κύπρος εξασφάλισε την συμμετοχή του Επίτιμου Πρόξενου της στο Μεξικό ως παρατηρητή στη δικαστική διαδικασία.
Η ποινικοποίηση του ναυτικού επαγγέλματος είναι μια από τις σοβαρότερες απειλές που αντιμετωπίζουν οι ναυτικοί παγκοσμίως. Η Κύπρος με κάθε ευκαιρία αναδεικνύει το θέμα σε όλα τα αρμόδια διεθνή και ευρωπαϊκά βήματα εκφράζοντας την αποφασιστικότητα της να εργαστεί για να εκλείψουν φαινόμενα άνισης μεταχείρισης των ναυτικών και δίκαιης αντιμετώπισης σε δικαστικές διαδικασίες, σύμφωνα με τις θεμελιώδης αρχές του Διεθνούς Δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα.