Γράφει ο δρ Γιώργος Θεοχαρίδης*
Έχουν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια από την τραπεζική κρίση του Μαρτίου του 2013 και πλησιάζουμε σύντομα προς τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Πιστεύω ότι τώρα είναι μια καλή χρονική περίοδος να γίνει μια αναδρομή και μια ανασκόπηση της οικονομικής διαχείρισης των τελευταίων πέντε χρόνων. Ποια είναι η σημερινή κατάσταση της οικονομίας και πόση πρόοδος έχει γίνει κατά την περίοδο αυτή;
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση κληρονόμησε μια πολύ δύσκολη κατάσταση που ήταν σχεδόν αδύνατο να τύχει διαχείρισης. Η χώρα βρισκόταν σε ύφεση, με πολύ υψηλό επίπεδο ανεργίας, δημοσιονομικές ανισορροπίες, αυξανόμενα επίπεδα δημόσιου χρέους, απαγορευτικά επιτόκια για δανεισμό από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο ιδιωτικού χρέους και το τραπεζικό σύστημα σε ερείπια με τεράστιες απώλειες για τους καταθέτες και τους μετόχους. Όλα αυτά ζωγράφιζαν μια πολύ αρνητική εικόνα για τις προοπτικές της οικονομίας μας. Πώς, λοιπόν, εξελίχθηκαν τα πράγματα κατά τα τελευταία πέντε χρόνια και πού στεκόμαστε σήμερα;
Στο μακροοικονομικό επίπεδο, τα στατιστικά στοιχεία φαίνονται πολύ πιο υγιή και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συνετή και υγιή οικονομική πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση. Από το 2015 έχουμε ρυθμούς ανάπτυξης με θετικό πρόσημο που αναμένεται να είναι γύρω στο 2.5% – 3% για τα επόμενα μερικά χρόνια. Η ανεργία μειώνεται σταθερά και από το 16% το 2013, τώρα έχει μειωθεί στο 11% (Μάιος 2017). Όσον αφορά στα δημοσιονομικά, έχουμε προχωρήσει από τα μεγάλα ελλείμματα στα μικρά πλεονάσματα, με ένα πρωτογενές πλεόνασμα που αναμένεται να είναι γύρω στο 2% για τα επόμενα χρόνια (έκθεση Moody’s), το οποίο μπορεί να συμβάλει στη μείωση του δημόσιου χρέους. Είχαμε επίσης ένα αριθμό αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης από το 2013 και τώρα βρισκόμαστε μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική κατηγορία από τους Standard and Poor’s (BB +), τρεις βαθμίδες από τους Moody’s (Ba3) και επίσης τρεις από τους Fitch (BB-). Αυτές οι αναβαθμίσεις επέφεραν πολλαπλά οφέλη στην οικονομία, με κυριότερο τη μείωση των κρατικών επιτοκίων σε επίπεδα χαμηλότερα του 3% που σηματοδοτούν την εμπιστοσύνη των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών προς την τοπική οικονομία. (Ας γίνει μια σύγκριση με το επίπεδο του 16% που ήταν πριν από πέντε χρόνια!). Ωστόσο, εξακολουθεί να αποτελεί λόγο ανησυχίας το υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους (19.3 δισ. ευρώ ή 107.8% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) για το 2016) το οποίο έχει αυξηθεί ελαφρά τα τελευταία χρόνια και είναι υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης ή της ΕΕ (89.2% και 83.5% αντίστοιχα ).
Μια άλλη μεγάλη πηγή ανησυχίας είναι το υψηλό επίπεδο του ιδιωτικού χρέους, το οποίο εκτιμάται ότι πλησιάζει το 300% του ΑΕΠ για τις μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες και τα νοικοκυριά. Βέβαια, αυτό ήταν ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε πριν από πολλά χρόνια με τις τράπεζες να δέχονται μεγάλες καταθέσεις (κυρίως χρήματα από το εξωτερικό) πριν από την κρίση και να παραχωρούν αυτά τα κεφάλαια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά ως δάνεια. Αυτή η πρακτική οδήγησε σε μια φούσκα στον τομέα των ακινήτων την εποχή εκείνη με τα γνωστά αποτελέσματα. Το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται καθώς οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά υπέστησαν σημαντική απώλεια εσόδων λόγω της κρίσης, και επιπρόσθετα υπήρξε μεγάλη απώλεια καταθέσεων. Το υψηλό επίπεδο του ιδιωτικού χρέους οδήγησε στην άνοδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα (γύρω στο 50% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου του τραπεζικού τομέα). Αυτό είναι μακράν το πιο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η οικονομία μας, αν και το επίπεδο αυτό μειώνεται σταδιακά μέσα από τις πολλές προσπάθειες που καταβάλλουν οι τράπεζες, παρόλο που ακόμα βρίσκεται πάνω από το 40%. Κατά την ταπεινή μου άποψη, οι νομοθέτες μας, τα πολιτικά κόμματα, οι ανεξάρτητες κυβερνητικές αρχές καθώς και τα εργατικά συνδικάτα είναι ανάγκη να κατανοήσουν ότι πρέπει να συνεργαστούν με τις τράπεζες και να τις βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν αυτό το σημαντικό πρόβλημα και όχι να θέτουν εμπόδια στην πορεία (βλέπετε τις πρόσφατες περιπτώσεις της Ελληνικής Τράπεζας και της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας). Η επίλυση ή τουλάχιστον η απάμβλυνση αυτού του προβλήματος θα δώσει σημαντική ώθηση στην οικονομία.
Όσον αφορά στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (ιδιωτικοποιήσεις, μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα κ.λπ.), πιστεύω ότι από την πλευρά της σημερινής κυβέρνησης και των αξιωματούχων της υπήρξε η πρόθεση και καταβλήθηκαν προσπάθειες, αλλά δεν είχαν την απαραίτητη υποστήριξη από τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα, με εξαίρεση το Γενικό Σύστημα Υγείας (ΓεΣΥ). Νομίζω, ωστόσο, ότι μέρος της ευθύνης για αυτό το αποτέλεσμα θα πρέπει να αποδοθεί και στην Τρόικα, γιατί δεν πίεσε όσο θα έπρεπε για αυτά τα ζητήματα, κατά τον ίδιο τρόπο που ενήργησε και για τους άλλους πυλώνες του προγράμματός της.
Συνολικά, θα αξιολογούσα ιδιαίτερα ψηλά την οικονομική διαχείριση που έγινε κατά τα τελευταία πέντε χρόνια. Μπορούσαν τα πράγματα να είναι καλύτερα για εμάς; Έχουν γίνει λάθη; Βεβαίως, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε την κατάσταση και τα προβλήματα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε τότε, τον Μάρτιο του 2013.
*Ο δρ Γιώργος Θεοχαρίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο CIIM– Cyprus International Institute of Management και Διευθυντής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος στις Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες.