Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε τη μείωση προστίμου, που επιβλήθηκε τον Αύγουστο του 2021 σε γυναίκα, η οποία διακινείτο σε υπεραγορά, χωρίς αποδεικτικό στοιχείο safepass, παραβιάζοντας σχετική πρόνοια του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου, που αφορούσε στον καθορισμό μέτρων για παρεμπόδιση της εξάπλωσης του κορωνοϊού.
Η εφεσείουσα προσέβαλε ως «έκδηλα υπερβολική» την ποινή προστίμου €450, που της επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφασίζει ότι η επιβληθείσα ποινή παραμερίζεται και αντικαθίσταται με πρόστιμο €150, το οποίο θα μπορεί να καταβληθεί με πέντε ισόποσες μηνιαίες πληρωμές από 1.8.2022.
Σημειώνεται ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτόδικο Δικαστήριο η εφεσείουσα είχε αναφέρει για μετριασμό της ποινής της πως έχει πρόβλημα, αφού δεν έχει εργασία, λόγω εγχείρησης στο πόδι και ότι δεν είχε τα χρήματα να πληρώσει το πρόστιμο.
«Καταλαβαίνω», είχε πει τότε, «την κατάσταση σε σχέση με τον covid. Πιστεύω ότι υπάρχει ο covid, δεν είμαι από αυτούς που δεν πιστεύουν, αλλά τότε, εκείνην τη στιγμή, δεν είχα το safe pass. Τώρα ήδη έχω κάνει το δεύτερο εμβόλιο».
Στην απόφασή του Ανώτατου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε στις 4 Ιουλίου του 2022, αναφέρεται πως «δημιουργείται η εντύπωση ότι, ενδεχομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο να θεώρησε ότι θα ήταν ορθό να μην επιβάλει ποινή μικρότερη των €450, που ήταν το επαυξημένο εξώδικο πρόστιμο, εφόσον δεν είχε πληρωθεί προς διευθέτηση».
«Τέτοια προσέγγιση θα ήταν εσφαλμένη. Το ύψος του εξώδικου προστίμου, που καθορίστηκε δεν συνιστά καθοδήγηση ως προς την ποινή, που θα πρέπει να επιβληθεί, η οποία επιμετριέται στη βάση των γενικών αρχών που διέπουν την επιβολή της. Ασφαλώς και το πρόστιμο μπορεί να είναι πιο ψηλό από το εξώδικο, όχι όμως πάντοτε, απόρροια του γεγονότος ότι ο καταγγελλόμενος δεν πλήρωσε το εξώδικο», σημειώνει το Ανώτατο στην απόφασή του.
Όπως προσθέσει «άλλωστε, δεν υπάρχει υποχρέωση, παρά μόνο δικαίωμα να προβεί ο καταγγελλόμενος σε εξώδικη διευθέτηση και να πληρώσει το καθορισμένο ποσό αποφεύγοντας την καταδίκη».
Σύμφωνα με το Ανώτατο «το Δικαστήριο (πτωτόδικο) όφειλε να επιμετρήσει την ποινή, εφόσον επρόκειτο για πρόστιμο, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση της εφεσείουσας, κατά τρόπο ώστε αυτή να μην είναι δυσανάλογη προς τη δυνατότητα της να αποπληρώσει το ποσό και να καταστεί έτσι υπέρμετρα τιμωρητική και ως εκ τούτου έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις».
«Είτε γιατί», συμπληρώνει, «θεώρησε ότι ήταν, ως θέμα αρχής, ορθό να μην επιβάλει ποινή μικρότερη των €450, είτε γιατί έκρινε το πρόστιμο αυτό ως κατάλληλη στις περιστάσεις της υπόθεσης ποινή, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, ότι δηλαδή επρόκειτο για έκδηλα υπερβολική ποινή, σε συνάρτηση με τις οικονομικές περιστάσεις της εφεσείουσας».