Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με απόφασή του δικαίωσε κάτοχο αξιογράφων της Τράπεζας Κύπρου, ζητώντας από την τράπεζα να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των €392.175,82 ως ζημιά που υπέστη, παρά το ότι ο ίδιος είχε υπογράψει τα έγγραφα που αφορούσαν στην αγορά αξιογράφων.
Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο απέρριψε τις κατηγορίες του ενάγοντα για διάθεση των αξιογράφων με ψευδείς παραστάσεις και δόλο.
Οπως αναφέρεται στην απόφασή, τo Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν μπορεί Τράπεζες (ή ΚΕΠΕΥ) να περιορίζουν τις ευθύνες τους με βάση τον Ν.144(Ι)/07, εισάγοντας ρήτρες αποποίησης ευθύνης ή να θέτουν την παρασχεθείσα υπηρεσία εκτός των πλαισίων του, όπου παρείχαν υπηρεσίες οι οποίες ρυθμίζονται δυνάμει αυτού.
«Θα καθιστούσε τον Ν.144(Ι)/07 και κατ’ επέκταση την (οδηγία) MiFID ανεφάρμοστη αφού ακριβώς θεσπίστηκαν για την προστασία των ιδιωτών επενδυτών», αναφέρει το Δικαστήριο και προσθέτει: «Θα ήταν, υπό τις περιστάσεις, εντελώς παράλογο να αποδοθεί στον Ενάγοντα αποκλειστική ευθύνη για το ότι, έχοντας τη σχέση που είχε με τον Τραπεζίτη του, βασίστηκε σε όσα άκουσε και αποφάσισε να επενδύσει υπογράφοντας την αίτηση χωρίς να την διαβάσει».
Το Δικαστήριο απεφάνθη επίσης μεταξύ άλλων ότι ο διευθυντής του υποκαταστήματος δεν παρουσίασε καν στον Ενάγοντα σημαντικά στοιχεία και κινδύνους που θα προέκυπταν από την αγορά αξιογράφων και εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη που του είχε ο Ενάγοντας, ένα πρόσωπο το οποίο δεν είχε την πείρα, τις γνώσεις και την εμπειρογνωμοσύνη ώστε να λαμβάνει τις δικές του επενδυτικές αποφάσεις και να εκτιμά δεόντως τον κίνδυνο που αναλαμβάνει, ώστε να κριθεί ως επαγγελματίας πελάτης της Εναγόμενης 1 και ότι σίγουρα ο Ενάγοντας δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί, με μια απλή ανάγνωση των Ενημερωτικών Δελτίων, που εκτείνονταν στις 150 σελίδες, τους κινδύνους που ενείχε η επένδυσή του.
Στη βάση των προαναφερθέντων δεδομένων, καθίσταται ξεκάθαρο ότι το αποτέλεσμα του ελέγχου συμβατότητας, δεν θα ήταν άλλο από το ότι τα αξιόγραφα δεν είναι συμβατά με τον Ενάγοντα, πρόσθεσε το Δικαστήριο και συμπλήρωσε: Η υποβολή του Ενάγοντα σε ένα τέτοιο έλεγχο και η προειδοποίηση που όφειλε να δώσει η Εναγόμενη περί της μη συμβατότητας των αξιογράφων, θεωρώ ότι θα αποτελούσε αποτρεπτικό παράγοντα στην όποια σκέψη του να αγοράσει αξιόγραφα.
Όπως αναφέρεται, ο ενάγοντας ήταν μηχανικός αυτοκινήτων στο επάγγελμα. Κατά το έτος 2009 ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Τράπεζας στο χωριό του, του παρουσίασε τα αξιόγραφα να είναι παρόμοια με καταθετικό γραμμάτιο αναφέροντάς του ότι τα χρήματά του, διατηρούσε κατάθεση ύψους €418.369, θα ήταν ασφαλισμένα πλην όμως δεσμευμένα για πέντε χρόνια και με αυτό τον τρόπο θα κέρδιζε περισσότερο τόκο απ’ ότι σ΄ ένα γραμμάτιο. Το 2011 αντάλλαξε τα πιο πάνω μετατρέψιμα αξιόγραφα κεφαλαίου (ΜΑΚ) σε μετατρέψιμα αξιόγραφα ενισχυμένου κεφαλαίου (ΜΑΕΚ) που είχε εκδώσει η Τράπεζα με την ίδια παρότρυνση από το διευθυντή του συγκεκριμένου υποκαταστήματος και συχωριανό του. Τελικά τα ΜΑΕΚ ανταλλάχθηκαν με υποχρεωτικά μετατρέψιμα ομόλογα τα οποία κατέληξαν να είναι μετοχές αξίας 0,01 σεντ. Σήμερα κατέχει 8.000 μετοχές αξίας €8.000.
«Ο Ενάγοντας δεν θα προχωρούσε στην αγορά των πιο πάνω αξιογράφων στην περίπτωση που κάποιος του εξηγούσε ότι υφίστατο κίνδυνος να απωλέσει τα χρήματά του γιατί συνιστούσαν οικονομίες τις οποίες προόριζε για την διασφάλιση του τέκνου του, το οποίο είναι άτομο με ειδικές ανάγκες αλλά και των υπολοίπων παιδιών του», αναφέρεται στην απόφαση.