Σε κινητοποίηση βρίσκονται το πρωί της Δευτέρας υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας, λόγω δύο νέων ύποπτων περιστατικών που παρουσιάζουν συμπτώματα που ομοιάζουν με εκείνα του κορωνοϊού. ύμφωνα με πληροφορίες πρόκειται για δύο εθνοφρουρούς, στην Πάφο και τη Λευκωσία.
Ο ένας εξ αυτών υπηρετεί στην Αεροπορική Βάση Ανδρέας Παπανδρέου και κατά τις προηγούμενες μέρες ταξίδεψε στην Πάτρα, όπου ήρθε σε επαφή με ασθενή που έχει προσβληθεί από τον ιό. Το πρωί της Δευτέρας μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, όπου και νοσηλεύεται σε θάλαμο αρνητικής πίεσης. Ο δεύτερος εθνοφρουρός, βρέθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα, παρουσιάζοντας ύποπτη συμπτωματολογία και νοσηλεύεται σε θάλαμο αρνητικής πίεσης στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Το σχετικό πρωτόκολλο ενεργοποιήθηκε αμέσως, με όλα τα απαραίτητα μέτρα να έχουν ληφθεί έως τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Σημειώνεται ότι, πέραν των δύο περιστατικών που αναφέρθηκαν το πρωί της Δευτέρας, αναμένονται τα αποτελέσματα 40 περίπου ατόμων. Μεταξύ αυτών ένας κρατούμενος του Αστυνομικού Τμήματος Ομορφίτας, ένας εθνοφρουρός και μαθητές που επέστρεψαν πρόσφατα από το εξωτερικό.
Φυλακτού: «Εξετάζονται 35-40 δείγματα, δεν χρειάζεται πανικός»
Ο Πρόεδρος του ΔΣ του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου (ΙΝΓΚ) Λεωνίδας Φυλακτού δήλωσε τη Δευτέρα στο ΚΥΠΕ ότι σύμφωνα με την πρωινή ενημέρωση που είχε, αναμένονται τα αποτελέσματα για 35-40 δείγματα ύποπτων κρουσμάτων κορωνοϊού, δεν απέκλεισε ωστόσο το ενδεχόμενο να έχει αυξηθεί ο αριθμός. Είπε ότι τα δείγματα προέρχονται από όλες τις πόλεις, ενώ επικοινωνούν με το Ινστιτούτο και μεμονωμένα άτομα.
Λόγω των αυστηρών μέτρων που ορθώς λαμβάνει το Υπουργείο Υγείας, η ροή δειγμάτων προς το ΙΝΓΚ είναι συνεχής, συμπλήρωσε και πρόσθεσε ότι ο κόσμος δεν πρέπει να πανικοβάλλεται. «Είναι αναμενόμενο να υπάρχει αυξημένη ροή» χωρίς αυτό να σημαίνει πως, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, επιβεβαιώνεται κάποιο κρούσμα, ανέφερε ο κ. Φυλακτού, ενώ πρόσθεσε ότι δεν πρέπει να εστιάζουμε σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
Σύμφωνα πάντως με τον κ. Φυλακτού, το Ινστιτούτο έχει την ικανότητα και το επιστημονικό προσωπικό να ανταποκριθεί στον φόρτο εργασίας, με τον μέσο όρο της εξέτασης κάθε δείγματος να ανέρχεται σε περίπου 4 ώρες.