Φάκελος νεανική παραβατικότητα: Γιατί ξέφυγε η κατάσταση τον τελευταίο καιρό;

Κυριακή, 12/5/2024 - 13:10

Βανδαλισμοί σχολείων, σεξουαλικές παρενοχλήσεις και ωμή βία. Η νεανική παραβατικότητα τους τελευταίους μήνες έχει καθιερωθεί στην αστυνομική ειδησεογραφία, με την Πολιτεία να παρακολουθεί τις εγκληματικές ενέργειες, αδυνατώντας να τις προλάβει. 

Η εξέλιξη της άνευ αναστολών βίας που ασκείται ακόμη και από μαθητές Δημοτικού, δεν επιδέχεται μονοδιάστατης ερμηνείας. Όπως εξηγεί μιλώντας στο AlphaNews.live ο Σχολικός Ψυχολόγος, Γιώργος Πογιατζής, η αισθητή έξαρση του φαινομένου είναι πολυπαραγοντική και άμεσα συνυφασμένη με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Θύματα που κάποτε υπήρξαν θύτες και παιδιά που βίωσαν την κοινωνική ματαίωση, παρουσιάζουν σήμερα αποκλίνουσες συμπεριφορές, που οι υφιστάμενοι μηχανισμοί πρόληψης και αντιμετώπισης δυσκολεύονται να διαχειριστούν επαρκώς. 

Είναι περισσότερα σήμερα τα περιστατικά βίας από ό,τι παλαιότερα ή τώρα βλέπουν το φως της δημοσιότητας;

Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι κάπου στη μέση, καθώς πρέπει να λάβουμε αρκετά σημεία πριν τοποθετηθούμε αναφορικά με αύξηση ή όχι των περιστατικών βίας, αφού συνδέεται με μια ποικιλία κοινωνικο-πολιτισμικών, οικονομικών και ψυχολογικών παραγόντων.

Πρώτα απ’ όλα, καταχωρήσεις περιστατικών και στατιστικές αναλύσεις μας δίνουν μια εικόνα των τάσεων αλλά και των αλλαγών που σημειώνονται στη νεανική εγκληματικότητα με την πάροδο του χρόνου. Οι τάσεις ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο του εγκλήματος και τη γεωγραφική περιοχή. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, τα στοιχεία από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ερευνών (FBI) υποδεικνύουν ότι οι συλλήψεις ανηλίκων για βίαια εγκλήματα έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία δέκα χρόνια. Παρόμοια μείωση έχουμε παρατηρήσει και στην Ευρώπη. Αλλά είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι, κάποιες μορφές εγκληματικότητας, όπως το ηλεκτρονικό έγκλημα (π.χ., cyberbullying, hacking), φαίνεται να αυξάνονται, πιθανώς λόγω της αυξημένης παρουσίας των νέων στο διαδίκτυο.

Παράλληλα ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης και των κοινωνικών δικτύων είναι επίσης καθοριστικός στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το ζήτημα της νεανικής παραβατικότητας. Η αυξημένη κάλυψη των περιστατικών βίας και η ταχεία διάδοσή τους μέσω των κοινωνικών δικτύων μπορούν να δημιουργήσουν την αντίληψη ότι η εγκληματικότητα είναι σε έξαρση. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε έναν «ηθικό πανικό», όπως περιέγραψε ο κοινωνιολόγος Stanley Cohen, όταν οι κοινωνίες αντιδρούν υπερβολικά σε έναν θεωρούμενο κίνδυνο, συχνά δημιουργώντας μια αντίληψη ανασφάλειας που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Δεν πρέπει να αγνοούμε και τους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες που παίζουν, επίσης, καθοριστικό ρόλο στη νεανική εγκληματικότητα. Για παράδειγμα, η ανεργία, η φτώχεια και η έλλειψη πρόσβασης σε παιδαγωγικό κεντρικό σχολείο δημιουργούν συνθήκες στις οποίες οι νέοι αντιμετωπίζουν υψηλότερα επίπεδα άγχους και λιγότερες υγιείς διεξόδους. Αυτό ενδέχεται να τους οδηγήσει σε αντικοινωνικές συμπεριφορές ή σε περιβάλλοντα όπου η εγκληματικότητα είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Επιπλέον, η ενδοοικογενειακή βία και η απουσία γονικού ελέγχου είναι παράγοντες που συχνά συνδέονται με την αυξημένη παραβατικότητα.

Οι ψυχολογικοί παράγοντες συμβάλλουν στην κατανόηση του γιατί οι νέοι καταφεύγουν σε παραβατικές συμπεριφορές. Η θεωρία της «Διαφορικής Συσχέτισης» του Edwin Sutherland υποστηρίζει ότι η παραβατικότητα μαθαίνεται μέσω κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Οι νέοι που αλληλεπιδρούν με άτομα που υιοθετούν παραβατικές συμπεριφορές είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν και οι ίδιοι τέτοιες συμπεριφορές. Από την άλλη πλευρά, η θεωρία της «Κοινωνικής Σφράγισης» του Howard Becker υποστηρίζει ότι όταν ένας νέος φέρει την ετικέτα του «εγκληματία», αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, καθώς το άτομο εσωτερικεύει αυτή την ταυτότητα.

Τέλος, νομοθετικές αλλαγές μπορούν να διαμορφώσουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε στο σύνολο αλλά και στα επι μέρους τη νεανική παραβατικότητα. Οι αυστηρότερες πολιτικές επιβολής και οι αλλαγές στη νομοθεσία μπορεί να οδηγήσουν σε φαινομενική αύξηση της εγκληματικότητας, καθώς περισσότερες πράξεις θεωρούνται πλέον εγκλήματα ή εφαρμόζονται αυστηρότερα κριτήρια. Επιπλέον, η αυξημένη ευαισθητοποίηση και τα προγράμματα πρόληψης ενθαρρύνουν περισσότερους ανθρώπους να αναφέρουν περιστατικά που στο παρελθόν θα έμεναν αδήλωτα.

j

Τι μαρτυρούν οι αριθμοί; Πρόκειται για θύτες που κάποτε υπήρξαν θύματα ή παιδιά που διέλαθαν της προσοχής;

Η σύνδεση μεταξύ της θυματοποίησης και της παραβατικότητας έχει αναδειχθεί μέσα από έρευνες στον τομέα της εγκληματολογίας και της ψυχολογίας, και τα δεδομένα δείχνουν ότι πολλοί ανήλικοι που εμπλέκονται σε παραβατικές δραστηριότητες έχουν υπάρξει στο παρελθόν θύματα κακοποίησης ή παραμέλησης.

Πιο συγκεκριμένα η κακοποίηση και η παραμέληση στην παιδική ηλικία δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο, καθώς τα παιδιά που υποφέρουν από αυτά συχνά αναπαράγουν τις ίδιες συμπεριφορές στην εφηβεία και την ενηλικίωση. Πολλά παιδιά που έχουν βιώσει τέτοια τραύματα διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν βίαιες συμπεριφορές ως μορφή αντιμετώπισης των συναισθημάτων τους ή για να επαναλάβουν αυτά που έχουν βιώσει. Τα παιδιά που έχουν υποστεί κακοποίηση ή παραμέληση, συχνά αναπτύσσουν διαταραχές συμπεριφοράς που συνδέονται με επιθετικότητα, παραβίαση των κοινωνικών κανόνων και απόρριψη της εξουσίας. Διαταραχές όπως η Διαταραχή Διαγωγής και η Εναντιωματική Διαταραχή, για παράδειγμα, αυξάνουν τον κίνδυνο για παραβατική συμπεριφορά, ενώ παράλληλα μειώνουν την ικανότητα των παιδιών να ενσωματωθούν σε υγιείς κοινωνικές δραστηριότητες.

Ενώ θα πρέπει να αναφέρουμε πώς το κοινωνικό περιβάλλον είναι επίσης καθοριστικό. Παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλον όπου η εγκληματικότητα είναι συνηθισμένο φαινόμενο είναι πιθανότερο να αναπτύξουν ανάλογες συμπεριφορές. Αυτό μπορεί να συμβαίνει λόγω έλλειψης θετικών προτύπων ή επειδή οι παραβατικές συμπεριφορές θεωρούνται αποδεκτές από την κοινότητά τους.

Ειδική αναφορά θα πρέπει να κάνουμε για τον εκφοβισμό, αφού αποτελεί μια άλλη σημαντική πτυχή της θυματοποίησης που συνδέεται με μελλοντική παραβατικότητα. Τα παιδιά που υπήρξαν θύματα εκφοβισμού έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν επιθετική και παραβατική συμπεριφορά στην εφηβεία και την ενηλικίωση, αντιγράφοντας την επιθετικότητα που έχουν βιώσει ως μορφή εκδίκησης ή άμυνας.

Τώρα, σε ό,τι αφορά τα παιδιά που διέλαθαν της προσοχής, υπάρχουν και παιδιά που εμπλέκονται σε εγκληματικές δραστηριότητες χωρίς να έχουν βιώσει άμεσα κακοποίηση. Παιδιά που μεγαλώνουν σε οικογένειες με ανεπαρκή γονικό έλεγχο ή σε περιβάλλον με έντονη κοινωνική ανισότητα και έλλειψη εκπαιδευτικών ευκαιριών, μπορεί να παρασύρονται σε παραβατικές συμπεριφορές, λόγω απουσίας έγκαιρης και αποτελεσματικής υποστήριξης από το εκπαιδευτικό ή και κοινωνικό σύστημα.

Παρότι η θυματοποίηση στην παιδική ηλικία συνιστά έναν σημαντικό προγνωστικό παράγοντα για μελλοντική παραβατικότητα, η έλλειψη κατάλληλης υποστήριξης και ο γονικός έλεγχος παίζουν επίσης καθοριστικό ρόλο. Οι πολύπλοκοι αυτοί παράγοντες απαιτούν μια ολιστική, πολύσυστιμική προσέγγιση με ενεργή εμπλοκή όλων μας για την πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση, ώστε να βοηθήσουμε τα παιδιά που κινδυνεύουν να γίνουν θύτες, παρότι κάποτε υπήρξαν θύματα.

υ
Βανδαλισμός Δημοτικού Σχολείου στην επαρχία Λάρνακας με τη συμμετοχή 10χρονου (Μάιος 2024)

Ποιοι παράγοντες ευνοούν την εκδήλωση ωμής βίας χωρίς αναστολές;

Η «ωμή βία», βία που εκδηλώνεται χωρίς αναστολές, αποτελεί ένα σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, με τις αιτίες της να είναι βαθιά ριζωμένες σε ένα σύμπλεγμα παραγόντων που αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους, υπάρχουν διάφορες ψυχολογικές, βιολογικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες  που εν δυνάμει τις δημιουργούν ή και τις συντηρούν.

Σε ψυχολογικό επίπεδο, άτομα με συγκεκριμένες διαταραχές προσωπικότητας, όπως η αντικοινωνική διαταραχή, έχουν μειωμένη αίσθηση ενοχής και αυξημένη επιθετικότητα που τους καθιστά πιο επιρρεπή στην εκδήλωση βίαιων συμπεριφορών χωρίς ενδοιασμούς. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, τραυματικές εμπειρίες κατά την παιδική ηλικία μπορούν επίσης να επηρεάσουν την ικανότητα διαχείρισης των συναισθημάτων, οδηγώντας σε αντιδράσεις βίας ως μέσο αντιμετώπισης του τραύματος. Επιπλέον, διαταραχές διάθεσης, όπως η διπολική διαταραχή και η σχιζοφρένεια, μπορεί να προκαλέσουν επιθετικές εξάρσεις, ειδικά σε καταστάσεις ψυχωτικών επεισοδίων.

Σε βιολογικό επίπεδο, οι νευρολογικές ανωμαλίες σε περιοχές όπως ο προμετωπιαίος φλοιός και η αμυγδαλή μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα ελέγχουν τις παρορμήσεις τους και αντιδρούν σε στρεσογόνες καταστάσεις. Ορμονικές ανισορροπίες, όπως τα αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης ή τα μειωμένα επίπεδα σεροτονίνης, έχουν επίσης συνδεθεί με αυξημένες τάσεις επιθετικότητας.

Παράλληλα δεν θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε τη κοινωνική ματαίωση, ιδίως σε μειονεκτούσες ομάδες, όπου μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα θυμού/απελπισίας, δημιουργώντας τις συνθήκες εκείνες για την εμφάνιση επιθετικών συμπεριφορών. Σε ορισμένες κουλτούρες μάλιστα, η βία θεωρείται αποδεκτό μέσο επίλυσης διαφορών ή επιβεβαίωσης ανδρισμού, καθιστώντας την πιο πιθανή ως επιλογή δράσης. Ενισχυτικά των πιο πάνω σε επίπεδο οικογένειας, η έλλειψη γονικού ελέγχου και η παραμέληση κατά την παιδική ηλικία μπορούν να δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου η βία θεωρείται αποδεκτή ή ακόμα και αναπόφευκτη.

Επηρέασε ο εγκλεισμός την «αναβάθμιση» της νεανικής παραβατικότητας;

Η πανδημία COVID-19 ανέδειξε τους ευρύτερους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη νεανική παραβατικότητα, που όντως οδήγησε τόσο σε ποιοτική, αλλά και ποσοτική «αναβάθμιση» του φαινομένου.

Ο υποχρεωτικός εγκλεισμός, η απομόνωση και η διατάραξη της κανονικότητας δημιούργησαν ένα περιβάλλον όπου ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες συνδυάστηκαν για να διαμορφώσουν συμπεριφορές υψηλής επιθετικότητας, αντικοινωνικής συμπεριφοράς (παρέκκλισης) και παραβατικότητας. Η ξαφνική αποκοπή των εφήβων από το σχολικό περιβάλλον και τις διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις επιδείνωσε το αίσθημα κοινωνικής απομόνωσης, οδηγώντας σε αυξημένα επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας. Βάσει της Θεωρίας της Κοινωνικής Αποσύνδεσης του Durkheim, η απομάκρυνση από τους θεσμούς που παρέχουν σταθερότητα και συνοχή στη ζωή των εφήβων προκάλεσε κατακερματισμό των κοινωνικών τους δικτύων. Αυτή η αποσύνδεση επιδείνωσε τα συμπτώματα διαταραχών διάθεσης όπως η κατάθλιψη και η αγχώδης διαταραχή, συμβάλλοντας στην αύξηση της επιθετικής συμπεριφοράς.

Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το γνωστικόσυμπεριφορικό μοντέλο, η παρατεταμένη απομόνωση ενίσχυσε τον αρνητικό αυτοδιάλογο, προκαλώντας διαστρέβλωση στη γνωστική ερμηνεία των καταστάσεων και οδηγώντας σε μια γενικευμένη αίσθηση απελπισίας. Αυτό, με τη σειρά του, προκάλεσε μειωμένη αντοχή στις παρορμήσεις και μεγαλύτερη επιρρέπεια σε αντικοινωνικές συμπεριφορές.

Κατά την συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς, η χρήση του διαδικτύου αυξήθηκε δραματικά με τον εγκλεισμό, με αποτέλεσμα τους εφήβους να αναζητούν εκεί κοινωνική αλληλεπίδραση. Αυτό αύξησε την πιθανότητα έκθεσης σε διαδικτυακό εκφοβισμό και ψηφιακό περιεχόμενο που προάγει την επιθετικότητα. Σύμφωνα με το μοντέλο της Θεωρίας της Διαφορικής Συσχέτισης, η αλληλεπίδραση με παραβατικά πρότυπα ενισχύει τις πιθανότητες υιοθέτησης ανάλογων συμπεριφορών.

Η έκθεση σε βία μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα διαδικτυακά παιχνίδια δημιούργησε μια αυξανόμενη εξοικείωση με την επιθετικότητα, οδηγώντας σε μια μορφή «αποευαισθητοποίησης» (desensitization) απέναντι στις επιπτώσεις της βίας. Αυτό, σε συνδυασμό με την ανωνυμία που παρέχει το διαδίκτυο, συνέβαλε στην αύξηση της συμμετοχής σε δραστηριότητες όπως hacking, trolling και cyberbullying.

Η οικονομική αστάθεια/φόβος του άγνωστου αύριο και η απώλεια εισοδήματος σε πολλές οικογένειες δημιούργησαν ένα περιβάλλον με (ακόμη πιο) αυξημένη ψυχολογική πίεση και ένταση. Η θεωρία της «μεταφοράς του στρες» (stress spillover) εξηγεί πώς το στρες των γονέων μπορεί να μεταφερθεί στα παιδιά μέσω της ενδοοικογενειακής βίας ή της συναισθηματικής παραμέλησης. Η παρατεταμένη έκθεση σε τέτοιου είδους τραυματικές εμπειρίες έχει συνδεθεί με διαταραχές όπως η Διαταραχή Διαγωγής (Conduct Disorder), που μπορεί να οδηγήσει σε ακραία επιθετικότητα και παραβατικότητα. Επιπλέον, οι δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις ενέτειναν τη σύγχυση στους εφήβους σχετικά με τα πρότυπα συμπεριφοράς, οδηγώντας σε μια διαδικασία εσωτερίκευσης και αναπαραγωγής των βίαιων μοντέλων που βιώνουν στο οικογενειακό τους περιβάλλον.

Η μετάβαση στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση οδήγησε σε αποσύνδεση πολλών μαθητών από το εκπαιδευτικό σύστημα, ιδιαίτερα μεταξύ όσων ανήκουν σε χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Η απώλεια του σχολικού περιβάλλοντος ως βασικής πηγής κοινωνικής υποστήριξης και δομής επέφερε αύξηση της σχολικής διαρροής, δημιουργώντας συνθήκες όπου οι νέοι ήταν πιο επιρρεπείς σε εγκληματική δραστηριότητα. Η απώλεια της σταθερότητας και της καθοδήγησης από τους εκπαιδευτικούς αύξησε την πιθανότητα να συμμετέχουν σε αυτοκαταστροφικές ή αντικοινωνικές δραστηριότητες.

Η απουσία αθλητισμού, εξωσχολικών δραστηριοτήτων και άλλων μορφών κοινωνικής αλληλεπίδρασης στέρησε από τους εφήβους τις θετικές διεξόδους που λειτουργούν ως ρυθμιστικοί/προστατευτικοί παράγοντες κατά της παραβατικότητας. Χωρίς ένα ασφαλές πλαίσιο για να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και να συμμετάσχουν σε δημιουργικές δραστηριότητες, αυξήθηκαν οι πιθανότητες εθισμού σε διαδικτυακά παιχνίδια ή και τζόγο.

Η πανδημία COVID-19 και ο υποχρεωτικός εγκλεισμός αποκάλυψαν τις ευάλωτες πτυχές του κοινωνικού και υποστηρικτικού συστήματος που οδηγούν σε παραβατική συμπεριφορά μεταξύ των εφήβων. Η αλληλεπίδραση των κοινωνικών, οικονομικών και ψυχολογικών παραγόντων επέφερε μια «αναβάθμιση» της νεανικής παραβατικότητας, η οποία για να γίνει απόλυτα αντιληπτή χρίζει διεπιστημονικής προσέγγισης που περιλαμβάνει παρεμβάσεις σε επίπεδο εκπαίδευσης, οικογενειακής υποστήριξης και κοινωνικής πολιτικής. Μόνο έτσι μπορεί να διαμορφωθεί μια στρατηγική πρόληψης και αντιμετώπισης που θα ανταποκρίνεται στις πολυδιάστατες αιτίες του φαινομένου εάν θέλουμε να ελπίζουμε σε καλύτερες μέρες.

δγ
Βανδαλισμός Γυμνασίου στην επαρχία Λευκωσίας από ανήλικους (Δεκέμβριος 2023)

Είναι όσα παρακολουθούμε το τελευταίο διάστημα η κορυφή του παγόβουνου;

Η απάντηση γι’ άλλη μια φορά είναι πως δεν υπάρχει εύκολη ή ξεκάθαρη τοποθέτηση στην ερώτηση αυτή, αφού λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα έχουν λεχθεί σε συνάρτηση με το ισοζύγιο παραγόντων επικινδυνότητας και προστασίας/ασφάλειας, η εξέλιξη της νεανικής παραβατικότητας στην μετά COVID εποχή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων που θα εφαρμοστούν. Εάν η κοινωνία καταφέρει να παρέχει επαρκή ψυχοκοινωνική υποστήριξη, εάν βελτιώσουμε την πρόσβαση στην ποιοτική και παιδαγωγική εκπαίδευση και βοηθήσουμε έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν τα οικογενειακά προβλήματα, η νεανική παραβατικότητα μπορεί να περιοριστεί αρχικά και μετέπειτα σε βάθος χρόνου ακόμη και να μειωθεί. Ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε και να υπερθεματίσουμε με έντονα μεγάλα γράμματα, πως χωρίς επαρκή και συστημική αντιμετώπιση των ψυχολογικών συνεπειών και των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων, σίγουρα θα δούμε/βιώσουμε αύξηση της παραβατικής συμπεριφοράς λόγω των βαθιών προβλημάτων που δημιούργησε/ενίσχυσε η πανδημία.

Τι θα πρέπει να κάνει, αρχικά, ένας γονέας, εάν διαπιστώσει ότι το παιδί του υπέπεσε σε παραβατικές – εγκληματικές συμπεριφορές;

Η διαχείριση της παραβατικότητας απαιτεί συνδυασμό επικοινωνίας, οριοθέτησης, επαγγελματικής υποστήριξης και ενίσχυσης θετικών συμπεριφορών. Με μια τέτοια προσέγγιση, οι γονείς μπορούν εν δυνάμει, να βοηθήσουν το παιδί τους να επανέλθει σε έναν θετικό δρόμο και να αναπτύξει τις κατάλληλες κοινωνικές δεξιότητες.

Ψύχραιμη Αντίδραση και Αξιολόγηση

  • Οι γονείς πρέπει αρχικά να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, αποφεύγοντας υπερβολικές αντιδράσεις. Μια επιθετική ή καταδικαστική στάση μπορεί να κλείσει τους διαδρόμους επικοινωνίας.
  • Είναι σημαντικό να αξιολογήσουν τη σοβαρότητα της παραβατικής συμπεριφοράς και να κατανοήσουν τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτήν. Η πλήρης κατανόηση του τι συνέβη θα βοηθήσει στη διαμόρφωση κατάλληλης παρέμβασης.

Ανοιχτή Επικοινωνία

  • Οι γονείς πρέπει να ενθαρρύνουν το παιδί να μιλήσει ανοιχτά για τα συναισθήματά του και τους λόγους πίσω από τις πράξεις του, χωρίς να αισθανθεί ότι θα αντιμετωπίσει τιμωρία ή κρίση.
  • Η ενεργητική ακρόαση και η επιβεβαίωση των συναισθημάτων του παιδιού μπορούν να το κάνουν να αισθανθεί ότι ακούγεται, διευκολύνοντας τη δημιουργία ενός πλάνου αντιμετώπισης.

Οριοθέτηση και Λογικές Συνέπειες

  • Οι γονείς θα πρέπει να θέσουν σαφή όρια σχετικά με τη συμπεριφορά, τονίζοντας τις λογικές συνέπειες για την παραβίαση των κανόνων. Οι συνέπειες πρέπει να είναι αναλογικές, σαφείς και κατανοητές.
  • Είναι σημαντικό να αναγνωριστούν οι συμπεριφορές που θέλουν να ενθαρρύνουν και να αποφεύγουν οι γονείς, αντί να εστιάζουν μόνο στο τιμωρητικό κομμάτι.

Αναζήτηση Επαγγελματικής Υποστήριξης

  • Εάν η παραβατική συμπεριφορά είναι σοβαρή ή συνεχίζεται, είναι απαραίτητο να αναζητηθεί επαγγελματική υποστήριξη από ειδικό ψυχολόγο, ή άλλον επαγγελματία ψυχικής υγείας.

Ενίσχυση Θετικών Συμπεριφορών

  • Οι γονείς πρέπει να εστιάσουν στην ενίσχυση θετικών συμπεριφορών και να δώσουν στο παιδί ευκαιρίες να διορθώσει τα λάθη του επιτρέποντας στο παιδί να μάθει να αναγνωρίζει τις δυνατότητές του.

Οικογενειακή Υποστήριξη και Συνέπεια

  • Η όλη διαδικασία πρέπει να υποστηρίζεται από ένα αξιόπιστο σε προσέγγιση οικογενειακό πλαίσιο, όπου όλοι οι εμπλεκόμενοι εφαρμόζουν την ίδια προσέγγιση, ώστε το παιδί να βλέπει συνέπεια και να κατανοεί τι αναμένεται από αυτό.

Συνεργασία με το Σχολείο / Κοινότητα

  • Η συνεργασία με το σχολείο και άλλους οργανισμούς της κοινότητας μπορεί να συμβάλει στην επίβλεψη και την παροχή πόρων για τη θετική ανάπτυξη του παιδιού.
Πηγή
Κεντρική φωτογραφία: AP Photo / Petros Karadjias