Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου…τσιαττίζει! Παίρνει μολύβι και χαρτί κι αποτυπώνει την αλήθεια του στην κυπριακή διάλεκτο. Κρατά πλέον στα χέρια του μια συλλογή από 30 τσιαττιστά που μιλούν για τον έρωτα, τον πόλεμο, την κατάθλιψη και τον άνθρωπο και τη μοιράζεται μαζί μας…
«Καρδκιά μου μίλα σιγανά…». Τι συμβολίζει αυτός ο τίτλος; Γιατί;
Όσα γράφει μέσα εν παραπάνω πράματα…ο πόνος των ανθρώπων, πράματα που φκαίνουν σε ώρες που συνήθως δεν έχει κανέναν γύρω σου και εν ώρες που θέλεις κάποιος να σου μιλά σιγανά.
Γιώργο είσαι ένας νεαρός άνθρωπος, 30 χρονών και γράφεις σε κυπριακή ποίηση. Γιατί;
Σίγουρα ο ένας και πιο σημαντικός λόγος είναι η καταγωγή μου, είμαι από τα Κοκκινοχώρια, από το Ξυλοφάγου και οπότε ο πρώτος και ο πιο εύκολος τρόπος που είχα στην έκφραση ήταν η κυπριακή γλώσσα και ότι οικογενειακά υπήρχε και υπάρχει το κομμάτι της κυπριακής ποίησης, του δίστιχου, του τσιαττισμάτου. Νομίζω ότι κουβαλά μιαν αλήθκεια τζαι μιαν ομορφκιάν πολλά διαφορετική από ό,τι μάθαμε σήμερα.
Μιλούμε όμως για ένα βιβλίο, για κάτι που ο άλλος κρατά στα χέρια του. Πως ήρθε η απόφαση να εκδοθούν τούτα τα τσιαττιστά;
Υποσχέθηκα της μάμας μου ένα βιβλίο, ένα βιβλίο μόνο για εκείνη. Όταν ξεκίνησα να κάνω το ένα το βιβλίο της μάνας μου, σκέφτηκα ότι, γιατί εν τα θκιαλέω και να κάνω ένα βιβλίο να φκει έξω, γιατί κάποτε σκέφτεσαι ότι κάτι που γράφεις, μπορεί κάποιος άλλος να το ένιωσε ή να το σκέφτηκε ή να έχει παρόμοιο πόνο και συνήθως οι άνθρωποι άμα ξέρουν ότι δεν είναι μόνοι τους, είναι εκεί που μπορούν και προχωρούν πιο εύκολα.
Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε μέσα στην πανδημία, συνέβαλε για να πάρεις την απόφαση και να το προχωρήσεις;
Τα ποιήματα που εν μέσα εν γραμμένα μέσα σε μια μεγάλη περίοδο, η επιλογή τους, βοήθησε η πανδημία. Όταν κλειστήκαμε όλοι σπίτι μας, ειδικά στην πρώτη καραντίνα, ήταν σαν να πατήθηκε παύση, οπότε έπρεπε ο νους μου, ο νους ούλλων να βρίσκει τρόπους να δουλεύκει και να δημιουργεί, να υπάρχει και να ζει και μέσα σε τούτη τη διαδικασία ήρτα, εθκιάβασα τα ποιήματα, τα πέρασα από κόσκινο για να θκιαλέξω και να πω τούτα εν να μπουν μες το βιβλίο μου, κάτι το οποίο μπορεί να μην το έκανα τόσο εύκολα.
Ζούμε σε μια εποχή που τα social media έχουν πάρει τρομερές διαστάσεις, ο κόσμος ίσως σταμάτησε να διαβάζει βιβλία, εσύ επέλεξες να το εκδόσεις…
Ένα βιβλίο πιάνεις το, παίρνεις το, έχεις το, εν να το ανοίξεις μια φορά, εν να το ανοίξεις δεύτερη, οπότε έχεις το πάντα εκεί πλέον. Το βιβλίο εν πάντα τζαμαι, τζαι εν να μπόρεις να το πιάσεις να το μετροφυλλήσεις.
Είναι κάποιο από τα τσιαττιστά που έγραψες στο βιβλίο σου που έχει μια ιδιαίτερη χροιά για εσένα;
Το Γλυκοχάραμα εν γραμμένο κυρίως για τους γονιούς μου ήταν το τελευταίο που διάβασα στη γιαγιά μου. Αγαπώ και το λόγο που γράφτηκε αλλά αγαπώ και την τελευταία ανάμνηση που μου άφησε από τον συγκεκριμένο άνθρωπο.
“Αγκαλιάστηκε” από τον κόσμο;
Πιάνω και μηνύματα με σχόλια για το βιβλίο, πιάνω και μηνύματα με τα αγαπημένα ποιήματα από το βιβλίο κι είναι κάτι το οποίο εν πάρα πολλά όμορφο πράμα γιατί στο τέλος της ημέρας το κομμάτι του βιβλίου και της συγγραφής εν κάπως χωσμένο για κάποιους, ότι γράφεις σπίτι σου. Εν είναι έτσι, εν μια σχέση, μια επαφή και πρέπει να συνεχίζεται. Μέχρι στιγμής πάει πάρα πολλά καλά και ελπίζω να συνεχίσει έτσι.
Θέλω να μου πεις, επειδή είσαι νεαρός και μπήκες σε μια διαδικασία να γράψεις στην κυπριακή διάλεκτο, να εκδοθείς, τι λες σε άλλα άτομα που θέλουν να γράψουν αλλά διστάζουν γιατί λένε ποιος είναι εγώ; Ποιο είναι το δικό σου μήνυμα;
Ούλλοι γράφουμε, θεωρώ ότι δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που δεν γράφει ή που δεν θα έπρεπε να γράφει και σίγουρα ούλλοι θα έπρεπε να γράφουμε. Αν θα τα εκδώσουμε ή όχι νομίζω εν το στοίχημα μέσα μας αν θέλουμε να φτάσουν παρακάτω. Αλλά ούλλοι γράφουμε και ξέρω ότι ούλλοι γράφουμε όμορφα γιατί οι σκέψεις μας, όταν εν σκέψεις από μέσα μας, σκέψεις της αλήθκειας μας, σίουρα εν όμορφες. Τζι αν έχει κανέναν τζαμαί έξω ο οποίος σκέφτεται αν θα έπρεπε να γράφει να ξεκινήσει να το κάνει τζ σίουρα όσοι έγραψαν ήδη και έχουν δείγματα εν πάρα πολλά σημαντικό να κάνουν το βήμα και να τα εκδώσουν, αν δεν θα τα εκδώσουν τουλάχιστον να τα μοιραστούν, να τα θκιαβάσει τζι άλλος κόσμος, γιατί εν τζαμαί που εν να καταλάβουν ότι έχουν άλλα τόσα να πουν.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στο καφενείο Πρόζακ για την παραχώρηση του χώρου.