H ανάγκη δημιουργίας ανεξάρτητης αρχής κατά της διαφθοράς με δικούς της πόρους, δικούς της ανακριτές και με ένα συμπαγές και αποτελεσματικό νομοθετικό καθεστώς λειτουργίας και εξουσιών, τονίστηκε σε ημερίδα που συνδιοργάνωσαν ο Κυπριακός Σύνδεσμος Εγκληματολογίας (ΚΥΣΕ) και το Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου με θέμα “Εφαρμοσμένη Εγκληματολογία και Ποινική Δικαιοσύνη στον 21ο αιώνα”. Σε ομιλία του με θέμα «Η ανάκριση και δίωξη σε αδικήματα διαφθοράς δημοσίων προσώπων», ο νομικός Ηλίας Στεφάνου ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «έχουμε ως κοινωνία, αντιληφθεί πως το μέγεθος της διαφθοράς είναι πέραν από το ότι ο καθένας έχει φανταστεί. Ακόμη και αυτοί που ασχολούνται στην πάταξη της». Σημείωσε ότι η διαφθορά δημοσίων προσώπων έχει να κάνει, κυρίως, με το αδίκημα της κατάχρησης δημόσιας εξουσίας με σκοπό τη λήψη, προσφορά ή παράδοση προνομιακής μεταχείρισης ή ο συγκεκριμένος χειρισμός μιας υπόθεσης, με αντάλλαγμα την λήψη χρημάτων , δώρων ή μιας χάρης. Στην Κύπρο, σημείωσε, η διαφθορά περιοριζόταν στον νεποτισμό, ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε να διαπράττονται αδικήματα διαφθοράς οικονομικής φύσεως.
Αναφερόμενος στα χαρακτηριστικά της ποινικής δίωξης δημοσίων προσώπων που εμπλέκονται σε αδικήματα διαφθοράς, είπε ότι αυτή
(α) είναι (συνήθως) αμφιλεγόμενη, πολύπλοκη και αποσπά δημόσια προβολή
(β) στη διαδικασία εγείρονται μοναδικά νομικά ζητήματα αλλά και δημόσιας αντίληψης, που δημιουργούν προβληματισμό στον απλό πολίτη
(γ) είναι πολιτικά ευαίσθητη, μιας και οι ύποπτοι/κατηγορούμενοι είναι συνήθως πολιτικά ή δημόσια πρόσωπα
(δ) η ανάκριση/δίωξη απαιτεί ιδιαίτερα χαρακτηριστικά/ πόρους /προσεκτική μελέτη (ε) διακυβεύεται η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στους Θεσμούς της Πολιτείας (Αστυνομία, Γενικό Εισαγγελέα και Δικαστήρια). Υπογράμμισε ότι ανάκριση πρέπει να είναι δίκαια και αντικειμενική, διευκρινίζοντας ότι η καταδίκη δεν αποτελεί αυτοσκοπό.
Ο κ. Στεφάνου ανέφερε ότι οι ανακριτές και «οι εισαγγελείς πρέπει να αντέχουν στην πίεση και να πιστεύουν στο σκοπό που υπηρετούν. Οι παρεμβολές από ανώτερους, γνωστούς και φίλους, από τα ΜΜΕ, είναι συνεχείς. Η προσήλωση στο σκοπό που είναι η δίκαιη παρουσίαση όλης της μαρτυρίας, πρέπει να αποτελεί το μέσο εξοστρακισμού των παρεμβολών». «Ο κατήγορος δεν αρκεί να είναι μόνο καλός γνώστης του νόμου και των διαδικασιών, αλλά πρέπει να είναι πραγματιστής, προσεκτικός, συνετός και με καλή κρίση. Να έχει ταυτόχρονα την ικανότητα να δει το δάσος αλλά και να εστιάσει στο δένδρο. Δηλαδή, να δίνει σημασία και στην κάθε λεπτομέρεια της υπόθεσης, την κάθε περιστατική μαρτυρία που θα οδηγήσει στο συμπέρασμα ενοχής, πρόσθεσε. Είπε, επίσης, ότι «ο τρόπος χειρισμού ενός μάρτυρα, στο ανακριτικό στάδιο, μπορεί να είναι είτε άκρως επωφελής αλλά και καταστροφικός για την τελική κατάληξη μιας ποινικής δίωξης. Οι ανακριτές και το κράτος δεν δικαιούνται να παρανομούν ώστε να διασφαλίσουν μαρτυρία. Αυτό υποβιβάζει το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και αφαιρεί από την αξιοπιστία του». Είπε ακόμη ότι η ανάκριση και η συλλογή όλης της μαρτυρίας, ιδίως σε τέτοιας φύσεως αδικήματα, θα πρέπει να ολοκληρώνεται πλήρως πριν την καταχώρηση της υπόθεσης στο δικαστήριο, ανεξαρτήτως των πιέσεων που μπορεί να ασκηθούν από την κοινωνία και τα ΜΜΕ. Ο κ. Στεφάνου εξέφρασε την ανάγκη δημιουργίας ανεξάρτητης αρχής κατά της διαφθοράς με δικούς της πόρους, δικούς της ανακριτές και με ένα συμπαγές και αποτελεσματικό νομοθετικό καθεστώς λειτουργίας και εξουσιών. Είπε, επίσης, ότι «επιτέλους, θα πρέπει να ψηφιστεί ο εφαρμοστικός νόμος για τις παρακολουθήσεις τηλεφώνων με ταυτόχρονο καθορισμό ασφαλιστικών δικλείδων για τα πρόσωπα που θα προβαίνουν σε τέτοιες πράξεις παραβίασης της ιδιωτικής ζωής των πολιτών. Σε αυτή της φύσης των αδικημάτων και στα πλαίσια της μικρής Κύπρου, η μόνη αποτελεσματική ανακριτική πράξη είναι αυτή της παρακολούθησης, όπου αυτό βέβαια δικαιολογείται και στη βάση διατάγματος αρμοδίου Δικαστηρίου». Ανέφερε, τέλος, ότι «θα πρέπει να υπάρξει διεύρυνση της προστασίας που προβλέπεται στο σχετικό νόμο για την προστασία μαρτύρων 95(Ι)/2001 και στους ανώνυμους πληροφοριοδότες ή και ψήφιση νόμου αντίστοιχου του Weasel Blower , ο οποίος εφαρμόζεται σε άλλες χώρες του κοινοδικαίου». Στην ίδια ημερίδας, μίλησε και ο Επαρχιακός Δικαστής, Λευτέρης Παντελή με θέμα «Παράμετροι στην επιβολή της ποινής» , ενώ ο Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και Τακτικό Μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, Νέστωρ Κουράκης παρουσίασε τα πορίσματα πανελλαδικής μελέτης με θέμα «Στάσεις Ελλήνων Φοιτητών απέναντι στη διαφθορά». Με ολιγόλεπτες παρουσιάσεις εξειδικευμένοι εγκληματολόγοι ανέπτυξαν θέματα όπως, «ο Διαδικτυακός εκφοβισμός στους μαθητές μέσης εκπαίδευσης στην Κύπρο», «ο Σχολικός εκφοβισμός και νεανική παραβατικότητα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Κύπρο», «Η διεθνοποίηση της σεξουαλικής βίας: πρόσφατες εξελίξεις στο χώρο της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης», «Ποιοτική προσέγγιση του χουλιγκανισμού στο ποδόσφαιρο και της αστυνόμευσης του στην Κύπρο», «Η αποκαταστατική δικαιοσύνη ως μία νέα μορφή δικαιοσύνης στον 21ο αιώνα», «Γεωγραφικό προφίλ και καθημερινό έγκλημα» και «Οι Αστυνομικές Ανακρίσεις: Απόψεις και Πεποιθήσεις των Ανώτερων Μελών της Αστυνομίας Κύπρου».