Την ομόφωνη απόφασή του με ημερομηνία 16 Οκτωβρίου σχετικά με την αποδοχή των λόγων έφεσης κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου να απορρίψει αίτημα πολιτικού ασύλου στη βάση φόβων δίωξης λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, ανακοίνωσε την Παρασκευή το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Όπως ανέφερε, οι αρμόδιες αρχές παρέλειψαν να διερευνήσουν τις συνθήκες που επικρατούν στο Ιράν, χώρα καταγωγής του εφεσείοντος, ειδικότερα σε σχέση με την ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, συμπληρώνοντας πως τα αρμόδια διοικητικά όργανα υποχρεούντο να διερευνήσουν τις συνθήκες που επικρατούσαν στο Ιράν σε σχέση με την κοινωνική αυτή ομάδα.
Σύμφωνα με το κείμενο της απόφασης, ο εφεσείων εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία μέσω των κατεχόμενων περιοχών στις 14/5/2016, όπου και διέμεινε μέχρι τις 21/1/2017, ημερομηνία κατά την οποία μετέβη στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, για να συλληφθεί δύο ημέρες μετά στη Λεμεσό για τα αδικήματα της παράνομης εισόδου και παραμονής στη Δημοκρατία, τιθέμενος υπό κράτηση.
Ακολούθησε, στις 26/1/2017, η υποβολή αίτησής του για πολιτικό άσυλο επικαλούμενος πίεση που του ασκείτο στην χώρα του για να νυμφευτεί και την αποστασιοποίησή του από την θρησκεία και ότι ζούσε όπως ήθελε, συνεχίζει το κείμενο, προσθέτοντας ότι στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του διεξήχθη συνέντευξη από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, όπου πρόσθεσε πως το πρόβλημά του ήταν ο σεξουαλικός του προσανατολισμός, αφού ήταν ομοφυλόφιλος.
Προστίθεται ότι στις 28/2/2017, ο Προϊστάμενος της εν λόγω Υπηρεσίας αποφάσισε την απόρριψή της, καθότι, όπως αναφέρεται, κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, προκειμένου να αναγνωριστεί ο εφεσείων ως πρόσφυγας, ενώ, σύμφωνα με την απόφαση, ούτε και τo καθεστώς της προβλεπόμενης στο άρθρο 19 του Νόμου συμπληρωματικής προστασίας μπορούσε να του αναγνωριστεί, επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2), αναφορικά με τον κίνδυνο ο εφεσείων να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.
Συμπληρώνεται ότι η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή ημερομηνίας 28/2/2017, ο οποίος αντιδρώντας κατά της πιο πάνω απόφασης καταχώρησε διοικητική προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, έχοντας καταλήξει πως τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον εφεσείοντα ούτε το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν αποδείχθηκε υπό του εφεσείοντα βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, αλλ’ ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού ο εφεσείοντα «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».
Ακολούθησε η καταχώριση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, με την οποία ο εφεσείων αιτήθηκε την ακύρωση της εν λόγω διοικητικής πράξης, με τον δικηγόρο του εφεσείοντος να έχει υποστηρίξει ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι Αρχές παρέλειψαν να διερευνήσουν τις συνθήκες που επικρατούν στο Ιράν, την χώρα καταγωγής του εφεσείοντος, ειδικότερα σε σχέση με την ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας.
Στη συνέχεια επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο αναφέρθηκε στα συμπεράσματα των δύο Αρχών, Υπηρεσίας Ασύλου και Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ότι δεν αποδείχθηκε εκ μέρους του αιτητή ο βάσιμος φόβος δίωξης, τονίζοντας ότι δεν επικαλέστηκε τέτοιο φόβο, ενώ περαιτέρω αναφέρθηκε στην σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία (2011/95/ΕΕ) και στο άρθρο 4.3 αυτής καθώς και στις αντίστοιχες εθνικές νομοθετικές διατάξεις, (άρθρο 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου, (Ν.6(Ι)/2000)), σύμφωνα με τις οποίες λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση αίτησης για άσυλο όχι μόνο οι υποκειμενικές αντιλήψεις του αιτητή για βάσιμο φόβο δίωξης βάσει εμπειριών ή προσωπικών συνθηκών, αλλά και οι αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούν στην χώρα καταγωγής του αιτητή.
«Το Δικαστήριο κατέληξε πως οι αποφάσεις των αρμοδίων Αρχών, οι οποίες είχαν καταλήξει ότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει βάσιμο λόγω δίωξης, αφού πέραν του γεγονότος του σεξουαλικού του προσανατολισμού δεν εξέφρασε φόβο κινδύνου για την επιστροφή του στη χώρα του, αλλά ούτε και συμβάντα που επεσυνέβησαν κατά την διαμονή του στη χώρα του, τα οποία να αποδείκνυαν βάσιμο φόβο δίωξης, ήταν εύλογες και νόμιμες», σημειώνεται σχετικά.
Σύμφωνα με Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, «οι διάφοροι λόγοι εφέσεως συμπλέκονται και αφορούν στο σύνολό τους την υποχρέωση της Υπηρεσίας Ασύλου και/ή της Αναθεωρητικής Αρχής Ασύλου να διερευνήσουν – καθώς και το εύρος αυτής της έρευνας – τον δικαιολογημένο φόβο δίωξης του εφεσείοντος, λόγω συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, καθώς και τις συνθήκες στην χώρα καταγωγής του».
Συμπληρώνεται ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έχει γνωματεύσει πως η ύπαρξη ποινικής νομοθεσίας, η οποία αφορούσε ειδικά τους ομοφυλόφιλους, καθιστά δυνατή τη διαπίστωση ότι τα πρόσωπα αυτά πρέπει να θεωρηθούν ως αποτελούντα ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.
Αναφέρεται επίσης ότι η ποινή της φυλακίσεως ή της καθείρξεως κολάζουσα ομοφυλοφιλικές πράξεις και όντως εφαρμοζόμενη στη χώρα καταγωγής, η οποία θέσπισε μια τέτοια νομοθεσία, πρέπει να θεωρηθεί δυσανάλογη ή μεροληπτική κύρωση και επομένως αποτελεί πράξη διώξεως, προσθέτοντας ότι κατά την αξιολόγηση της αιτήσεως παροχής του καθεστώτος πρόσφυγα, οι αρμόδιες αρχές δεν δύνανται εύλογα να αναμένουν, προκειμένου ο αιτών άσυλο να αποφύγει δίωξή του, να αποκρύπτει την ομοφυλοφιλία του στη χώρα καταγωγής του ή να επιδεικνύει συγκράτηση κατά την εξωτερίκευση του γενετήσιου προσανατολισμού του.
«Έχουμε υπό τις περιστάσεις καταλήξει ότι απαιτείτο η διεξαγωγή δέουσας έρευνας από τις αρμόδιες αρχές, εδώ την Υπηρεσία Ασύλου και την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, επί του ζητήματος της ποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας στη χώρα καταγωγής του εφεσείοντος, των ποινών που προβλέπονται και αν η νομοθεσία εφαρμόζεται», αναφέρει στη συνέχεια το Δικαστήριο, προσθέτοντας ότι η απαιτούμενη αυτή έρευνα απουσιάζει παντελώς από τους διοικητικούς φακέλους, ενώ τόσο η Υπηρεσία Ασύλου, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων θεώρησαν ότι δεν υπήρξε κίνδυνος δίωξης με την επιστροφή του εφεσείοντα, παρά το γεγονός ότι ο συνήγορός του υποστηρίζει ότι όχι μόνο ποινικοποιείται στο Ιράν η ομοφυλοφιλία, αλλά η καταδίκη επισύρει και την θανατική ποινή.
Συμπληρώνεται πως αιτιολογώντας αυτή τους την απόφασή οι αρμόδιες αρχές αναφέρθηκαν στις απαντήσεις του εφεσείοντος κατά την συνέντευξη, ότι δηλαδή οι γονείς του ήταν στοργικοί, καλύπτοντας μάλιστα τις χρηματικές του ανάγκες κατά το διάστημα που βρισκόταν μακριά από την πατρίδα του, ότι δεν είχε συνάψει οποιαδήποτε σχέση πέραν μίας στο παρελθόν πριν πολλά χρόνια και μάλιστα αυτό όχι λόγω του φόβου του για δίωξή του, αλλά επειδή δεν βρέθηκε κατάλληλος άνθρωπος, και ότι σε κάθε περίπτωση ο ίδιος στην πατρίδα του δεν έθεσε τον εαυτό του σε κίνδυνο παραλείποντας να εκφράσει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό.
Σημειώνεται ότι παρά το γεγονός ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων θα κινδύνευε αν επέστρεφε στην χώρα του, και ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα για την κατάσταση που επικρατεί στο Ιράν, το Δικαστήριο αποφάσισε να απορρίψει τον σχετικό ισχυρισμό, καθ’ ότι ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ο εφεσείων, (ο οποίος τότε εμφανίστηκε χωρίς δικηγόρο), δεν είχε εκφράσει φόβο δίωξης, αλλά ενημέρωσε μόνο ότι εγκατέλειψε το Ιράν για να ζει ελεύθερος λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού.
«Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορούσε βεβαίως να υποκαταστήσει την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων διεξάγοντας το ίδιο έρευνα επί του ζητήματος των συνθηκών που επικρατούσαν στο Ιράν σε σχέση με τα άτομα της ίδιας κοινωνικής ομάδας, ως του εφεσείοντος και ούτε μπορούσε βεβαίως να υποκαταστήσει τα διοικητικά όργανα στην εκτίμησή τους για την αξιοπιστία του εφεσείοντα κατά την συνέντευξη, σε σχέση με την επίκληση της ομοφυλοφιλίας του. Αυτό στο οποίο όμως καταλήγουμε, είναι πως το γεγονός ότι τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου ο ισχυρισμός για κίνδυνο της ζωής του εφεσείοντα για λόγους που αφορούσαν τις συνθήκες στην χώρα του σε σχέση με την ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας και της θανατικής ποινής, δεν μπορούσε να αποτελεί λόγο για απόρριψη της προσφυγής του εφεσείοντος, ενόψει της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου κατά τον ουσιώδη χρόνο για ζητήματα ασύλου, ως δικαστηρίου ουσίας και όχι μόνο αναθεωρητικού δικαστηρίου (βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015 (Ν.131(Ι)/2015), όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο)», σημειώνεται σχειτκά.
Προστίθεται ότι η υποχρέωση της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων να προβούν σε έρευνα για τις συνθήκες που επικρατούσαν στο Ιράν, αλλά και τις ποινές που επιβάλλονται στην χώρα αυτή μετά από τυχόν δίωξη και καταδίκη, αλλά και οι κίνδυνοι δίωξης για λόγους τιμής, κ.λ.π. από άλλες ομάδες ατόμων ή την οικογένεια, επέβαλλαν την δέουσα έρευνα, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της συνέντευξης του εφεσείοντα, στο μέτρο βέβαια που είχαν πειστεί για την αξιοπιστία του σε σχέση με το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας του, συμπληρώνοντας πως τέτοια έρευνα δεν έγινε από τα αρμόδια διοικητικά όργανα, «τα οποία υποχρεούντο να διερευνήσουν τις συνθήκες που επικρατούσαν στο Ιράν σε σχέση με την κοινωνική αυτή ομάδα».
«Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, οι λόγοι έφεσης γίνονται δεκτοί. Η πρωτόδικη δικαστική απόφαση, όπως και η διαταγή για έξοδα, παραμερίζονται. Η επίδικη στην προσφυγή διοικητική απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται συνολικά €4.000 έξοδα, τόσο για την πρωτόδικη διαδικασία όσο και την διαδικασία ενώπιόν μας, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων», καταλήγει το κείμενο της απόφασης.