Η καθυστέρηση στην καταβολή επιδομάτων σε πρόσφυγες για απόκτηση κατοικίας απασχόλησε σήμερα την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Προσφύγων, ενώ κατά τη συζήτηση ανέκυψε και ζήτημα και για τα ποσά που συμπεριλαμβάνονται στον ετήσιο προϋπολογισμό για να διατεθούν για τα εν λόγω επιδόματα. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, Νίκο Κέττηρο, οι καθυστερήσεις στην καταβολή επιδομάτων ανέρχονται σε έως και δύο έτη, ενώ τα ποσά που προϋπολογίζονται είναι έως και τρεις φορές μικρότερα από αυτά που δίνονται τελικά.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής και Βουλευτής του ΑΚΕΛ ανέφερε σε δηλώσεις του μετά τη συνεδρίαση ότι η καθυστέρηση στην εξέταση των αιτήσεων έχει αυξηθεί στους 18 μήνες στις επαρχίες Λεμεσού και Πάφου, στους 12 μήνες στην επαρχία Λάρνακας και Αμμοχώστου και στους 15 μήνες για την επαρχία Λευκωσία. Ο κ. Κέττηρος διευκρίνισε ότι μεσολαβεί ένα σημαντικό επιπρόσθετο χρονικό διάστημα μετά την έγκριση και μέχρι την καταβολή των χρημάτων στους δικαιούχους.
«Έχουμε φτάσει στο σημείο εργολάβοι και επιχειρηματίες ανάπτυξης γης να μην θέλουν να πουλήσουν διαμερίσματα ή κατοικίες σε πρόσφυγες, οι οποίοι θα αποταθούν στην Υπηρεσία Μέριμνας, γιατί θα πάρουν τα λεφτά τους οι άνθρωποι αυτοί σε δύο χρόνια», σημείωσε ο κ. Κέττηρος, διευκρινίζοντας ότι για να μπορέσει κάποιος να διεκδικήσει αυτά τα λεφτά από την Υπηρεσία Μέριμνας, θα πρέπει να προχωρήσει με την αγορά του διαμερίσματος ή της κατοικίας και θα πρέπει στο μεταξύ να υποστεί τις πιέσεις από τη συσσώρευση τόκων και τις αυξήσεις κόστους στα υλικά οικοδομής.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής υπογράμμισε ότι δεν μπορεί η υποστελέχωση που επικαλούνται τα αρμόδια τμήματα να δικαιολογήσει την κατάσταση που δημιουργείται. Σημείωσε, δε, ότι όταν οι αρμόδιοι τοποθετούνται στη Βουλή λένε ότι η εξέταση της αίτησης ολοκληρώνεται σε ενάμιση μήνα, ενώ στον κόσμο αναφέρουν ότι θα εξεταστεί σε ένα χρόνο.
«Έχουμε διαπιστώσει επίσης ότι οι επαρχιακές διοικήσεις στον τακτικό προϋπολογισμό που κατατίθεται ενώπιον της Βουλής υπολογίζουν το ένα τρίτο», πρόσθεσε ο κ. Κέττηρος. Ανέφερε ότι με τον τρόπο αυτό, «όταν εξετάζεται ο τακτικός προϋπολογισμός στο τέλος του χρόνου, έχουμε συγκράτηση των δαπανών, άρα εξοικονόμηση, άρα νοικοκυρεμένη πολιτική, αλλά στην πραγματικότητα όταν δαπανάται το ποσό για αυτούς τους σκοπούς βλέπουμε υπερκάλυψη 300%».
Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε ότι για το 2022 είχαν υπολογιστεί δαπάνες €8 εκ. στην Επαρχία Λευκωσίας, ενώ με τις πρόσθετες πιστώσεις που ζητήθηκαν, οι δαπάνες έφτασαν τα €26 εκ. Είπε ότι αναμένει να υπάρχει άλλη εικόνα στην εξέταση του φετινού προϋπολογισμού, λέγοντας ότι «δεν μπορεί κανένας να προϋπολογίσει επακριβώς, όμως δεν μπορεί να πέφτεις έξω 2-3 εκατομμύρια κάθε χρόνο σημαίνει ότι δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου».
Ερωτηθείς για το θέμα της υποστελέχωσης και της δυνατότητας προώθησης των αιτήσεων, ο Πρόεδρος της Επιτροπής ανέφερε ότι διατυπώθηκαν και προτάσεις από τους Βουλευτές για ηλεκτρονική κατάθεση των αιτήσεων, ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία. «Δεν μπορεί η Δημόσια Υπηρεσία να δουλεύει ακόμα με λαδόκολλες και να περιμένουμε να εξετάζονται αιτήσεις πριν τους 18 μήνες», είπε χαρακτηριστικά.
Σε ερώτηση για τον αριθμό των αιτήσεων που εξετάστηκαν, ο κ. Κέττηρος είπε ότι το 2022 εξετάστηκαν 1328 αιτήσεις και μέχρι τον Αύγουστο του 2023 εξετάστηκαν 1591. Επεσήμανε, όμως, ότι συνεχίζει να υπάρχει καθυστέρηση, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «οι αιτήσεις που έχουν εγκριθεί στην επαρχία Λευκωσίας στην τελευταία συνεδρία τον Σεπτέμβριο του 2023, είχαν υποβληθεί το Μάιο του 2022».
Για έλλειψη οργάνωσης και έγκαιρου προγραμματισμού έκανε λόγο στις δηλώσεις του ο Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Νίκος Γεωργίου. «Την ίδια ώρα, το Υπουργείο Εσωτερικών για ανάλογο στεγαστικό που αφορά το σχέδιο αναζωογόνησης ακριτικών και μειονεκτικών περιοχών, με χορηγία που μπορεί να φτάσει μέχρι και τις €70.000, διεκπεραιώνει τις αιτήσεις – και καλώς πράττει – σε μόλις τέσσερις μήνες», είπε ο κ. Γεωργίου, συγκρίνοντας την εικόνα αυτή, με τις καθυστερήσεις στην έγκριση αιτήσεων από πρόσφυγες.
Επίσης, ο κ. Γεωργίου ανέφερε ότι η αρμόδια υπηρεσία αιτήθηκε πίστωση ποσού €26 εκ. για την κάλυψη των αναγκών που χρειάζεται, για το 2023 μέχρι τον Αύγουστο η υπηρεσία δαπάνησε ποσό €23 εκ., ενώ στον προϋπολογισμό της Κυβέρνησης για το 2024 προβλέπεται μόνο το ποσό των €8 εκ.
«Δεν νοείται το κράτος να τηρεί δύο μέτρα και δύο σταθμά στα στεγαστικά του προγράμματα», σημείωσε, καταλήγοντας ότι «αυτό υποδηλώνει την έλλειψη οργάνωσης, έγκαιρου προγραμματισμού, την απάθεια και τα κενά στην κρατική πολιτική έναντι των προσφύγων και κυρίως έλλειψη κοινωνικής ευαισθησίας, αλλά και οράματος απέναντι σε έναν κόσμο που δεν φταίει σε τίποτε, που εξ ανάγκης στρέφεται στο κράτος για την κάλυψη των στεγαστικών του αναγκών».