Δεκτό έκανε σήμερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το αίτημα Κύπρου και Τουρκίας για παραπομπή της υπόθεσης της οικογένειας Γκιουζέλγιουρτλου, στην μείζονα σύνθεση του ΕΔΑΔ για τη λήψη τελικής απόφασης.
Τα μέλη της οικογένειας Γκιουζέλγιουρτλου είχαν δολοφονηθεί τον Ιανουάριο του 2005 στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λάρνακας, ενώ οι δολοφόνοι είχαν διαφύγει στα κατεχόμενα.
Η δικαστική διαδικασία στο Στρασβούργο Υπενθυμίζεται ότι οι δικαστές στο Στρασβούργο, εκδικάζοντας την υπόθεση μετά από προσφυγή Τ/κ συγγενών των δολοφονηθέντων, είχαν αποφανθεί στις 4 Απριλίου με πέντε ψήφους υπέρ και δύο κατά ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 2 της Σύμβασης για το δικαίωμα στη ζωή και την αποτελεσματική διερεύνηση από την Κύπρο. Ομόφωνα οι δικαστές αποφάσισαν, παράλληλα, ότι υπήρξε παραβίαση των ίδιων προνοιών της Σύμβασης από την Τουρκία. Βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις όλα τα εμπλεκόμενα μέρη μιας υπόθεσης έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την παραπομπή της στη μείζονα σύνθεση του ΕΔΑΔ εντός τριών μηνών από την εκδίκαση, ώστε να εκδοθεί τελική απόφαση.
Το χρονικό της υπόθεσης
Στις 15 Ιανουαρίου 2005 ο Ελμάς Γκιουζέλγιουρτλου, η σύζυγός του Ζερρίν και η κόρη τους Εϊλιούλ βρέθηκαν δολοφονημένοι εντός και πέριξ του αυτοκινήτου τούς, το οποίο είχε ακινητοποιηθεί στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης του αυτοκινητοδρόμου Λευκωσίας-Λάρνακας. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Τουρκίας, περιλαμβανομένου του ψευδοκράτους, ξεκίνησαν την παράλληλη διερεύνηση της υπόθεσης.
Προστίθεται ότι οι κυπριακές αρχές απέρριψαν αίτημα από τα κατεχόμενα για αποστολή του φακέλου της υπόθεσης, με σκοπό τη δίωξή τους. Παράλληλα, βάσει των στοιχείων που συνέλεξαν, οι κυπριακές αρχές ζήτησαν την έκδοση των υπόπτων που βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία της Τουρκίας (είτε στα κατεχόμενα, είτε στην Τουρκία) ώστε να δικαστούν, χωρίς όμως να υπάρξει ανταπόκριση. Ως εκ τούτου η διερεύνηση της υπόθεσης έφτασε σε αδιέξοδο το 2008, συμπληρώνεται. Οι συγγενείς της οικογένειας προσέφυγαν στο ΕΔΑΔ, παραπονούμενοι ότι Κύπρος και Τουρκία (περιλαμβανομένου του ψευδοκράτους) απέτυχαν να συνεργαστούν και να διερευνήσουν αποτελεσματικά την υπόθεση. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε τον περασμένο Απρίλιο ότι τα εμπλεκόμενα κράτη ήταν υποχρεωμένα να συνεργαστούν αποτελεσματικά και να κάνουν όλα τα ενδεικνυόμενα βήματα για την αποτελεσματική διερεύνηση της υπόθεσης. «Ωστόσο, ήταν ξεκάθαρο από όλο το υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι και οι δύο Κυβερνήσεις δεν ήταν προετοιμασμένες να κάνουν τις όποιες υποχωρήσεις από τις θέσεις τους και να εξεύρουν κοινό έδαφος, παρά τις διάφορες επιλογές που τέθηκαν ενώπιον τους, περιλαμβανομένων αυτών από τα Ηνωμένα Έθνη», ανέφερε το ΕΔΑΔ. Η κατάσταση αυτή, σύμφωνα με το Δικαστήριο, πηγάζει από «πολιτικές σκοπιμότητες, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τη μακροχρόνια και έντονη διένεξη μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας». Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκε μια κατάσταση, όπου οι εκατέρωθεν έρευνες – τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε επαρκείς μέχρι τη στιγμή του αδιεξόδου – παραμένουν ανοιχτές. «Τίποτα δεν έχει γίνει ως εκ τούτου για περισσότερο από 8 χρόνια ώστε να κλείσει μια απλή, στη τελική, υπόθεση» κατέληγε το ΕΔΑΔ στην απόφασή του, επιδικάζοντας παράλληλα αποζημίωση €8.500 σε κάθε έναν από τους 7 συγγενείς της οικογένειας για ηθική βλάβη, τις οποίες κλήθηκαν να καταβάλουν έκαστες οι Κυβερνήσεις Κύπρου και Τουρκίας.