Την αυτεπάγγελτη τοποθέτησή της δίδει στη δημοσιότητα η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη, αναφορικά στην ανάγκη ενημέρωσης των εργαζόμενων και εργοδοτών περί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε σχέση με το περί Αδειών (Πατρότητας, Γονική, Φροντίδας, Ανωτέρας Βίας) και Ευέλικτων Ρυθμίσεων Εργασίας για την Ισορροπία μεταξύ Επαγγελματικής και Ιδιωτικής Ζωής, καθώς και της ανάγκης θέσπισης διαδικασιών για την εφαρμογή του.
Σύμφωνα με την τοποθέτηση της κ. Λοττίδη «είναι προφανές ότι με την εισαγωγή στην εσωτερική έννομη τάξη των πιο πάνω προνοιών γίνονται σημαντικά βήματα για τη συμφιλίωση της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή, αφού διευκολύνονται οι γονείς και οι φροντιστές στη διαχείριση των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων και την εκπλήρωση των οικογενειακών τους ευθυνών, σημειώνοντας ότι «κατ’ επέκταση εξυπηρετείται και ο στόχος για ενίσχυση και περαιτέρω εμπέδωση της αρχής της ισότητας των φύλων».
Ωστόσο, η Επίτροπος Διοικήσεως αναφέρει στην τοποθέτησή της ότι «δεν αρκεί η νομοθετική κατοχύρωση των πιο πάνω, αλλά απαιτείται η εφαρμογή ενός πλέγματος συνολικών μέτρων, που θα αποσκοπούν αφενός στην πλήρη και σαφή ενημέρωση εργοδοτών και εργαζομένων, για τα όσα νέα εισάγονται, και αφετέρου στη θέσπιση κατάλληλων μηχανισμών και διαδικασιών για την αποτελεσματική άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων, εντός των προθεσμιών και με την τήρηση των εχεγγυών, που θέτει ο Νόμος».
Σύμφωνα με την Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι έχουν παρέλθει πέραν των τεσσάρων μηνών από την ψήφιση του Νόμου από την κυπριακή Βουλή, το Γραφείο της συνεχίζει να λαμβάνει παράπονα εργαζομένων, με αντικείμενο, ιδίως, τα αιτήματά τους για ευέλικτες ρυθμίσεις εργασίας.
«Τα παράπονα αυτά», όπως εξηγεί, «υποβάλλονται τόσο από γυναίκες, όσο και από άντρες, οι οποίες/οι εξαιτίας του ότι είναι γονείς μικρών παιδιών ή και παιδιών με αναπηρίες ή μόνοι γονείς ζητούν την προσωρινή διαφοροποίηση των συνθηκών εργασίας τους, όπως π.χ. να απαλλαχθούν από νυχτερινό ωράριο εργασίας, να μετατεθούν σε χώρο εργασίας πλησιέστερο της οικίας τους ή να εργάζονται με τηλεργασία».
Όπως σημειώνει από τα στοιχεία που τίθενται υπόψη της προκύπτει πως ούτε οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, ούτε οι εργοδότες (ακόμη και στη Δημόσια Υπηρεσία) είναι ενήμεροι για τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις, ενώ δεν φαίνονται να έχουν θεσπιστεί οποιεσδήποτε διαδικασίες, για εξέταση των σχετικών αιτημάτων, παρόλο που πλέον αποτελεί νομική υποχρέωση κάθε εργοδότη να διεκπεραιώνει τα συναφή αιτήματα και να τοποθετείται αιτιολογημένα επί τούτων εντός σαφών χρονοδιαγραμμάτων, αφού πρώτα λάβει υπόψη τις ανάγκες των εργαζομένων.
Επιπρόσθετα, αναφέρει ότι σε σχετική επιστολή της Διευθύντρια Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (ΤΔΔΠ), στα πλαίσια της εξέτασης ατομικού παραπόνου που της υποβλήθηκε, αναφέρεται ότι η ρύθμιση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στη δημόσια υπηρεσία είναι στο παρόν στάδιο ακόμα σε εκκρεμότητα.
Σημειώνει, περαιτέρω, ότι πραγματοποιήθηκε μελέτη από το ΤΔΔΠ για τη ρύθμιση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στη δημόσια υπηρεσία, περιλαμβανομένης και της τηλεργασίας, βάσει δέσμευσης που περιλήφθηκε στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας 2021 – 2026, με σκοπό τη ρύθμιση τέτοιων μορφών απασχόλησης που μπορούν δυνητικά να εφαρμοστούν στην Κυπριακή δημόσια υπηρεσία, με τις απαιτούμενες δικλείδες ασφαλείας, που να διασφαλίζουν την εξυπηρέτηση των υπηρεσιακών αναγκών και την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, με ορίζοντα υλοποίησης, μέχρι το τέλος του 2024, αφού γίνει κατάλληλη προετοιμασία (σε εξοπλισμό, ηλεκτρονικά συστήματα, διασφάλιση ασφάλειας εγγράφων και προσωπικών δεδομένων κ.α.).
«Κατά συνέπεια», εξηγεί, «στο παρόν στάδιο, δεν είναι εφικτό να δοθεί δυνατότητα τηλεργασίας στη δημόσια υπηρεσία».
Καταληκτικά, η Επίτροπος κρίνει αναγκαία την υποβολή της παρούσας τοποθέτησής της προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο έχει καθοριστεί ως η αρμόδια αρχή για την εφαρμογή και την παρακολούθηση των διατάξεων του συγκεκριμένου Νόμου, αναμένοντας ότι θα προχωρήσει άμεσα στην παροχή ενημέρωσης, επεξηγήσεων, διευκρινίσεων ή και κατευθυντήριων γραμμών/οδηγιών, τόσο προς τον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, για τα νέα δικαιώματα των εργαζομένων και τους τρόπους εξέτασης και διεκπεραίωσης των σχετικών αιτημάτων.