Με ανοιχτή επιστολή στην οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι για λόγους πέραν των δυνατοτήτων και των εξουσιών τους, το Συμβούλιο και ο Δήμαρχος βρέθηκαν αντιμέτωποι με την αδήριτο ανάγκη ολοκλήρωσης των έργων, ο αντιδήμαρχος Λευκωσίας Κώστας Μαυρίδης απαντά σήμερα σε δημοσιεύματα για τα έργα που βρίσκονται σε εξέλιξη στην πρωτεύουσα. Ο αντιδήμαρχος Λευκωσίας αναφέρει στην επιστολή του ότι λόγω της έναρξης των έργων ανάπλασης της λεωφόρου Κυριάκου Μάτση αναβίωσε η γνωστή επωδός στα μέσα μαζικής ενημέρωσης «εργοτάξιο η πρωτεύουσα – μεγάλες ταλαιπωρίες πολιτών, επισκεπτών και καταστηματαρχών», μια επωδός που, όπως σημειώνει, «προδιαθέτει το κοινό αρνητικά και εύκολα και ανώδυνα χαϊδεύει τα αυτιά και κατανέμει ευθύνες στο Δημοτικό Συμβούλιο και κατά κύριο λόγο στον Δήμαρχο».
Επεξηγώντας τις θέσεις του, ο κ. Μαυρίδης κάνει αναφορά σε δύο συγκεκριμένα έργα, το νέο κτίριο δημαρχείου και την Πλατεία Ελευθερίας. Για το πρώτο υπενθυμίζει ότι ο θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε από τοn Λέλλο Δημητριάδη και ότι πέρασαν δύο πενταετίες από δύο νέους Δημάρχους “με παλινδρομήσεις, αλλαγές και δικαστικές αποφάσεις” και κληρονομικά κατέληξε στα χέρια του σημερινού Δημάρχου, δημιουργώντας την υποχρέωση αποπεράτωσής του.
Για την Πλατεία Ελευθερίας σημειώνει ότι πρόκειται για έργο που σχεδιάστηκε συνδυασμένα με την ανάπλαση του Αστικού Εμπορικού Κέντρου, μπήκαν οι μπουλντόζες στην Τάφρο και αφού έσκαψαν και έφραξαν τα πάντα άρχισαν οι εμπλοκές με μεγάλες απώλειες χρόνου και χρήματος (μία δεκαετία και αρκετά εκατομμύρια). Επιτέλους με μαραθώνιο αγώνα δόθηκε λύση, δημιουργώντας ταυτόχρονα και την υποχρέωση της άμεσης αποπεράτωσής του. Ενώ τέθηκε ενώπιον του σημερινού Δημάρχου και του Δημοτικού Συμβουλίου το δίλημμα να διαχωρίσουμε τον κοινό σχεδιασμό της ανάπλασης του Κέντρου από την Πλατεία ή να προχωρήσουν ταυτόχρονα για να αποδώσουν την προσδοκώμενη αξία τα αλληλένδετα αυτά έργα και να κλείσει οριστικά η ταλαιπωρία. Εκτός αυτού, λάβαμε σοβαρά υπόψη ότι μέρος των έργων είναι συγχρηματοδοτούμενα από ευρωπαϊκά ταμεία και υπήρχε κίνδυνος να χαθούν κονδύλια, επισημαίνει. Συμπερασματικά αναφέρει πως «για λόγους πέραν των δυνατοτήτων και των εξουσιών μας, το Συμβούλιο και ο Δήμαρχος βρέθηκαν αντιμέτωποι με την αδήριτο ανάγκη ολοκλήρωσης των έργων, παρά τις μεγάλες οικονομικές αδυναμίες, λόγω λιτότητας και με απίστευτα μειωμένη υπηρεσία. Γεγονός που οι διάφοροι κατακριτές αγνοούν ή σκοπίμως αποκρύπτουν και είτε από τον καναπέ τους είτε μέσα από το κομματικό κουβούκλιό τους, παρεμβαίνουν όταν ο καιρός τους εύνοά για να εξυπηρετήσουν το στόχο τους».
Τούτων λεχθέντων, συνεχίζει, «δεν έχω πρόθεση να αποδώσω αλλού ευθύνες ή να αποποιηθώ των δικών μας ευθυνών». Διαβεβαιώνει, παράλληλα, ότι «σε καμιά περίπτωση δεν υπήρξε αμέλεια, προχειρότητα ή άλλη πρόθεση και εκτός από την κατανόηση για την ταλαιπωρία», τονίζοντας πως και «το σύνολο του Συμβουλίου και ο Δήμαρχος, υφίστανται και αυτοί τα προβλήματα, γιατί είμαστε όλοι συνδημότες».