Το Ανώτατο απέρριψε έφεση για μείωση ποινής γυναίκας η οποία είχε καταδικασθεί σε φυλάκιση έξι χρόνων για υπόθεση εμπορίας παιδιού.
Στην απόφασή του, ημερομηνίας 21ης Απριλίου, το Ανώτατο παραθέτει το ιστορικό της υπόθεσης σύμφωνα με το οποίο η εφεσείουσα με δική της παραδοχή βρέθηκε ένοχη σε 15 κατηγορίες, με προεξάρχουσα αυτή της εμπορίας παιδιού κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται, «τον Οκτώβριο του 2018, μαζί με άλλα πρόσωπα, με παροχή χρηματικού ποσού, παρέλαβαν και μετέφεραν και στέγασαν παιδί από τις Φιλιππίνες στη Δημοκρατία, με σκοπό την εκμετάλλευση του, δηλαδή την πραγματοποίηση παράνομης υιοθεσίας. Για αυτή την κατηγορία της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι χρόνων».
Οι υπόλοιπες κατηγορίες που παραδέχτηκε αφορούσαν στην κατάρτιση πλαστών εγγράφων και την κυκλοφορία τους, στην πρόκληση εκτέλεσης τέτοιων και στην εξασφάλιση διαβατηρίου για το παιδί με ψευδείς παραστάσεις, όπως και στη δόση ψευδούς όρκου. Τα αδικήματα αυτά διαπράχτηκαν την περίοδο Ιουλίου – Νοεμβρίου του 2018 για την προώθηση του παράνομου σκοπού και γι’ αυτά της επιβλήθηκαν μικρότερες ποινές φυλάκισης, μέχρι και ένα χρόνο, όλες να συντρέχουν μεταξύ τους.
Η εφεσείουσα προσβάλλει την απόφαση του Κακουργιοδικείου με ένα λόγο έφεσης που αφορά στην ποινή που της επιβλήθηκε στην κατηγορία της εμπορίας παιδιού. Είναι, προστίθεται, «κατά την εισήγηση της, υπερβολική και πολύ αυστηρή και προτάσσει ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να λάβει υπόψη του ή στον απαιτούμενο βαθμό τους μετριαστικούς παράγοντες όπως αυτοί προέκυπταν από τα γεγονότα που κατατέθηκαν ενώπιον του. Στην αγόρευση της, η δικηγόρος της εισηγείται όπως αυτή μειωθεί κατά τουλάχιστο δύο χρόνια».
Η εφεσείουσα, που κατάγεται από τις Φιλιππίνες, πρωτοήλθε στην Κύπρο το 2014 και εργαζόταν ως οικιακή βοηθός στο σπίτι των γονιών κάποιου άνδρα, που στην απόφαση του Κακουργιοδικείου αναφέρεται ως ο Α. Αυτός είχε σύντροφο του ιδίου φύλου με τον οποίο είχε συνάψει γάμο στο εξωτερικό και το 2016 σύμφωνο συμβίωσης στην Κύπρο. «Ήταν ο διακαής του πόθος να υιοθετήσει, με τον σύντροφο του, ένα παιδί, όμως αυτό δεν ήταν εφικτό, αφού η νομοθεσία δεν το επιτρέπει στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια. Προς επίτευξη του σκοπού του, έπεισε την εφεσείουσα να τον βοηθήσει και αυτή του έδωσε την πληροφόρηση ότι στη χώρα της υπάρχουν αρκετές γυναίκες που προσφέρουν τα παιδιά τους για υιοθεσία».
Το αδίκημα σχεδιάστηκε και η εφεσείουσα άρχισε την υλοποίηση του τον Μάρτιο του 2017. Ως μέρος του σχεδιασμού, η κυοφορούσα παρουσιάστηκε στο μαιευτήριο ως η εφεσείουσα, ώστε να παρουσιαστεί ότι το νεογέννητο ήταν παιδί της εφεσείουσας, προς διευκόλυνση του έκνομου σκοπού. Το παιδί γεννήθηκε την 27.7.2017.
Η εφεσείουσα παρέλαβε το νεογέννητο και το έθεσε υπό τη φροντίδα της μητέρας της, αφού η ίδια επέστρεψε στην Κύπρο. Απέστελλε στη μητέρα της για τη συντήρηση του παιδιού €300 μηνιαία, χρήματα που και πάλι της έδιδε ο Α. Αφού διευθετήθηκαν τα απαραίτητα, η εφεσείουσα ταξίδευσε εκ νέου στις Φιλιππίνες και επέστρεψε στην Κύπρο με το παιδί την 8.10.2018.
Στην Κύπρο, αναφέρεται, «το παιδί παρουσιάστηκε ως ο καρπός της δήθεν ερωτικής σχέσης του Α με την εφεσείουσα.
Το αδίκημα, προστίθεται, «εξιχνιάστηκε αφότου το Γραφείο Ευημερίας έδωσε σχετικές πληροφορίες στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων, έχοντας προφανώς εκτιμήσει ως ύποπτη αίτηση του Α στο Οικογενειακό Δικαστήριο με την οποία αξίωνε την αποκλειστική γονική μέριμνα του παιδιού, ενδεχομένως γιατί στο παρελθόν είχε προβεί σε ενέργειες για υιοθεσία μαζί με το σύντροφο του».
Την 17.1.2019, εκδόθηκαν δικαστικά εντάλματα σύλληψης εναντίον της εφεσείουσας, του Α και του συντρόφου του. Η εφεσείουσα συνελήφθηκε και ανακρινόμενη αποκάλυψε το ρόλο που η ίδια διαδραμάτισε στα γεγονότα της υπόθεσης.
«Για τον Α και τον σύντροφο του ανάφερε ότι από 15.1.2019, δηλαδή δύο ημέρες πριν την έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης, είχαν μεταβεί με το παιδί στις κατεχόμενες περιοχές και από εκεί ενδεχομένως στο εξωτερικό. Παραμένουν μέχρι σήμερα άφαντοι, όπως και το παιδί», συνεχίζει η απόφαση. Σύμφωνα με το Ανώτατο, το αδίκημα της εμπορίας παιδιού, που διαπράχτηκε τον Οκτώβριο του 2018 από την εφεσείουσα, ήταν «προσχεδιασμένο και μελετημένο». Η εφεσείουσα, αναφέρεται, «είχε στη διάθεση της μεγάλο χρονικό περιθώριο, σε διάφορα στάδια, για να επανεξετάσει τις επιλογές της, χωρίς όμως να υπαναχωρήσει από τον παράνομο της σκοπό. Τα αποτελέσματα των ενεργειών της παραμένουν ενεργά. Δεν αποκαταστάθηκε η νομιμότητα». «Άγνωστο που βρισκόταν κατά το χρόνο της επιβολής της ποινής και μέχρι και σήμερα το παιδί και σε ποια κατάσταση. Με την καταδικαστέα συμπεριφορά της η εφεσείουσα προδιάγραψε και ενδεχομένως έχει καθορίσει το μέλλον του. Το παιδί κατέληξε σε ζεύγος στο οποίο η νομοθεσία δεν επιτρέπει την υιοθεσία και σε κάθε περίπτωση, χωρίς να έχει ποτέ ελεγχθεί από τα αρμόδια τμήματα η καταλληλότητα των προσώπων που το ανάλαβαν, του Α και του συντρόφου του, να έχουν κάτω από τον έλεγχο και τη φροντίδα τους ένα παιδί», προστίθεται.
Το παιδί, σημειώνεται, «βρίσκεται μακριά από τους βιολογικούς του γονείς από της γέννησης του πριν σχεδόν τέσσερα χρόνια. Πιθανολογούμε υπό τη φύλαξη του Α και του συντρόφου του, με άγνωστες τις συνθήκες διαβίωσης του. Η ευημερία του παιδιού που είναι ο κυρίαρχος παράγοντας και το μέλημα, σε τέτοιες περιπτώσεις, των αρμοδίων αρχών του Κράτους, παραμένει ένα ερωτηματικό». «Είναι η κατάληξη μας ότι η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως υπερβολική, ούτε και ως αυστηρή. Είναι πρόδηλο πως για να καταλήξει σε αυτή το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη κατά τρόπο ουσιαστικό όλους του μετριαστικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν και επέδειξε επιείκεια. Έτσι δικαιολογείται η επιβολή ποινής μικρότερης του ενός τρίτου της προβλεπόμενης στο νόμο», αποφαίνεται το Ανώτατο. «Τα παράπονα της εφεσείουσας είναι εντελώς αβάσιμα», καταλήγει.