Μειωμένη αισθητά και με τραγικά αποτελέσματα πολλές φορές είναι η αντίδραση του ανθρώπινου οργανισμού σε περίπτωση τροχαίου, όταν προηγουμένως έχει καταναλωθεί έστω και μικρή ποσότητα αλκοόλ. Η αλληλεπίδραση είναι άμεση, επηρεάζοντας, μάλιστα τα περισσότερα ζωτικά όργανα.
Ειδικότερα, το αλκοόλ αμέσως μετά την κατάποση διεισδύει στο αίμα και από εκεί επηρεάζει τα όργανα και τον εγκέφαλο του ανθρώπου, καταστέλλει τους ρυθμούς των λειτουργιών και αίρει αναστολές, ενώ χάνεται ευκολότερα η ψυχραιμία, η σύνεση και η φρόνηση. Παράλληλα μειώνεται η ικανότητα εκτίμησης του κινδύνου, ώστε ο οδηγός να είναι πιο επιρρεπής σε αντικανονικές συμπεριφορές, όπως αύξηση ταχύτητας και περίεργοι ελιγμοί.
Αν και υπάρχουν βιολογικές διαφορές από άνθρωπο σε άνθρωπο, αυτές είναι μικρές, καθώς με μόνο ελάχιστη παρουσία αλκοόλ στο αίμα ο χρόνος αντίδρασης από 0,5 δευτερόλεπτα μπορεί να φτάσει στο 1,1 δευτερόλεπτο ή 1,3 δευτερόλεπτο με μόλις 50χλμ/ώρα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η αντίδρασή μας, όταν θα κληθεί να υπάρξει κατά τη διάρκεια της οδήγησης, θα γίνει μετά από 7, 15 ή 25 μέτρα.
Με ποσότητα αλκοόλ στο αίμα μεταξύ 0,3 – 0,5 mg/ml η πιθανότητα εμπλοκής σε τροχαία σύγκρουση είναι 11 φορές μεγαλύτερη, ενώ με ποσότητα αλκοόλ στο αίμα μεταξύ 0,6 – 1 mg/ml αυτή η πιθανότητα γίνεται 48 φορές. Οι πιθανότητες να εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα ένας οδηγός όταν έχει ποσότητα αλκοόλ στο αίμα μεταξύ 1 – 1,5 mg/ml είναι 380 φορές μεγαλύτερη από αυτήν όταν οδηγεί χωρίς την επήρεια αλκοόλ.
Πολλοί είναι οι οδηγοί που συγχέουν τις τιμές που μπορεί να εντοπιστούν σε εξέταση αλκοόλης από τις αρχές, όπου μετράται η ποσότητα στην αναπνοή, με τις αντίστοιχες που αναφέρουν τα mg/ml στο αίμα και προκύπτουν κατόπιν ιατρικής εξέτασης.
Η άγνοια αλλά και η υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων τους εκ μέρους των οδηγών, έχει προκαλέσει σωρεία ατυχημάτων, πολλά εκ των οποίων με τραγική κατάληξη.
*Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ