Σε διάφορες μάχες και περιόδους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων, εκατοντάδες Κύπριοι. Ο ακριβής αριθμός των αγωνιστών είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπολογιστεί, με τον Αναπληρωτή Καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου κ. Πέτρο Παπαπολυβίου να εκτιμά ότι ανέρχονται τουλάχιστον σε πεντακόσιους.
Μιλώντας στο Alphanews.Live, ο Καθηγητής αναφέρθηκε στον ρόλο που διαδραμάτισε η Κύπρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, σε ποιες μάχες πολέμησαν Κύπριοι αγωνιστές και που εντοπίζονται τα μνημεία που τους αφιέρωσαν.
Ποιοι ήταν οι Κύπριοι ήρωες/αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης
Κύπριοι αγωνιστές πήραν μέρος σε διάφορες μάχες της Επανάστασης, από το 1821 μέχρι το 1829, στην Πελοπόννησο, την Αττική, την Ανατολική Ελλάδα, στην Εύβοια, στην Κρήτη, τη Χίο και σε ναυτικές επιχειρήσεις. Έξι Κύπριοι, εξάλλου, εντοπίζονται και στις πρώτες συγκρούσεις των επαναστατών με τον τουρκικό στρατό στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, στον Ιερό Λόχο, υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και στο σώμα του Γεωργάκη Ολύμπιου. Ο αριθμός των Κυπρίων αγωνιστών του 1821 είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια, εξαιτίας των αρχειακών ελλείψεων, των ιδιότυπων επαναστατικών συνθηκών, ειδικά στα πρώτα χρόνια του Αγώνα του 1821, και του τρόπου καταγραφής των ονομάτων τους (συνήθως με το τοπικό επίθετο, Κύπριος, Κυπραίος ή Κυπριώτης ή απλώς με το πατρώνυμο). Σήμερα, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η εξαντλητική μελέτη των αρχειακών πηγών, οι μετριότεροι υπολογισμοί τους καταμετρούν σε τέσσερις έως έξι εκατοντάδες.
Ο κος Παπαπολυβίου θεωρεί ότι ανέρχονται τουλάχιστον σε 500, καθώς σε μια έρευνά του που ολοκληρώθηκε πρόσφατα για το υπό έκδοση βιβλίο του για το «κυπριακό 1821» έχει εντοπίσει τα ονοματεπώνυμα 294 Κυπρίων αγωνιστών.
Κύπριοι αγωνιστές εντοπίζονται σε διάφορες μάχες και περιόδους της επανάστασης.
Στο Μεσολόγγι δύο επέζησαν της πολιορκίας και της Εξόδου και επέστρεψαν στην Πάφο μετά την απελευθέρωση: Οι Χατζηχριστόδουλος Κοκκινόφτας και Γιάννης Πασαπόρτης. Τα ονόματά τους είναι χαραγμένα σε μνημείο αφιερωμένο στους Κύπριους που πολέμησαν για την ελευθερία κατά την Επανάσταση του 1821 και ειδικότερα στην Έξοδο, τον Απρίλιο του 1826, που έχει αναγερθεί με δαπάνες της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ιερή πόλη εδώ και μερικά χρόνια. Στη μαρμάρινη πλάκα του μνημείου έχουν χαραχθεί τα ονόματα του Κοκκινόφτα, από την Τσάδα, του Ιωάννη Κύπριου, «λοχαγού της Φάλαγγας», του καπετάν Ιωάννη Κύπριου, «κυβερνήτη του πλοιαρίου Ποσειδών», του Μιχαήλ Αντωνίου Κύπριου, του Παντελή Γεωργίου Ορφανού (τραυματίστηκε στην πολιορκία της πόλης) και του Πασαπόρτη, από την Κοίλη.
Στην Πελοπόννησο η επιβεβαιωμένη κυπριακή παρουσία πυκνώνει από το καλοκαίρι του 1821 και κορυφώνεται στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, όπου εντοπίζονται Κύπριοι αγωνιστές στα σώματα του Κολοκοτρώνη, του Δημήτριου Υψηλάντη, του Χατζηχρίστου Βούλγαρη και σε άλλα μικρότερα. Οι περισσότεροι κατέφθασαν στην επαναστατημένη Ελλάδα μέσω κάποιου νησιού του Αρχιπελάγους, της Βηρυτού ή της Αλεξάνδρειας, διαφεύγοντας από την πατρίδα τους με όποιον τρόπο μπορούσαν.
Σημαντικές θέσεις στη διοίκηση της επαναστατημένης και αργότερα της ελεύθερης Ελλάδας κατέλαβαν τα αδέλφια Γεώργιος και Δημήτριος Δ. Οικονομίδης, που έφτασαν στην Ελλάδα ο πρώτος το 1821 και ο δεύτερος το 1823, για να τους ακολουθήσει το 1828 και ο πατέρας τους, Δαβίδ Οικονομίδης. Μια άλλη κυπριακή οικογένεια που πρόσφερε πολλά στην Επανάσταση ήταν οι τρεις αδελφοί Θησείς: ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος ή Θεοφύλακτος, ο Κυπριανός και ο Νικόλαος, συγγενείς του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού.
Κύπριοι πολέμησαν επίσης στις ναυτικές επιχειρήσεις, ενώ στη διοίκηση των Ελλήνων επαναστατών πιο σημαντική υπήρξε η συμβολή του Χαράλαμπου Μάλη, από τον Μάρτιο του 1822 γενικού γραμματέα του «Μινιστερίου της Θρησκείας», σε ένα από τα οκτώ συσταθέντα «υπουργεία». Λίγες βδομάδες αργότερα, τον Απρίλιο του 1822, του ανατέθηκαν και τα καθήκοντα του γραμματέως στο αντίστοιχο «Μινιστέριον του Δικαίου».
Παράλληλα, εντοπίζονται και Κύπριοι αγωνιστές που εργάστηκαν και ως δάσκαλοι στα επαναστατικά χρόνια, ενώ μια άλλη ομάδα, που περιλαμβάνει ορισμένους από τους πιο γνωστούς Κύπριους που συνδέθηκαν με την Ελληνική Επανάσταση ήταν κληρικοί.
Ποιος ο ρόλος της Κύπρου στην Ελληνική Επανάσταση
Η Κύπρος δεν ανήκε στις χώρες όπου προγραμματιζόταν εξέγερση την άνοιξη του 1821. Οι επιτελείς της Φιλικής Εταιρείας υπολόγιζαν μόνο σε οικονομική βοήθεια της Κύπρου, αναγνωρίζοντας ότι οι γεωγραφικές συνθήκες καθιστούσαν αποτυχημένη εκ των προτέρων κάθε προσπάθεια για ένοπλη δράση. Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε υποσχεθεί ενίσχυση για τους σκοπούς της Εταιρείας, δηλαδή την εξέγερση, και δεν αποκλείεται να είχε ενημερωθεί και για την έναρξη της επανάστασης. Για να γίνει αντιληπτή η σημασία που απέδιδαν οι Φιλικοί στην Κύπρο, αλλά και ο ειδικός ρόλος του Κυπριανού, αρκεί να αναφερθεί ότι ήταν το μόνο νησί που αναφερόταν ονομαστικά με συγκεκριμένη δράση στο «Γενικόν Σχέδιον» της Φιλικής Εταρείας (Οκτώβριος 1820).
Το κεφάλαιο των υλικών συνδρομών από την Κύπρο στη Φιλική Εταιρεία και κατόπιν προς τους επαναστάτες στη Μητροπολιτική Ελλάδα συνδέεται άμεσα με τη θρυλούμενη και στηριζόμενη σε ισχυρή παράδοση επίσκεψη του Κωνσταντίνου Κανάρη στο νησί, κατά την επιστροφή του από τα αιγυπτιακά παράλια. Σύμφωνα με την πιο γνωστή εκδοχή, το πλοίο του ελλιμενίστηκε στον Άγιο Σέργιο κοντά στην Αμμόχωστο, και στον όρμο της Ασπρόβρυσης, στις ακτές της Λαπήθου. Ο πρώτος που κάνει λόγο για την άφιξη του Κωνσταντίνου Κανάρη στην Κύπρο, τον Ιούνιο του 1821, είναι ο Γ. Κηπιάδης, στα «Απομνημονεύματα» του 1888, ένα βιβλίο που, παρά τις κραυγαλέες του αδυναμίες, αποτελεί τη σημαντικότερη έκδοση για τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1821 στο νησί μας, αφού καταγράφει τη ζώσα, τότε, ιστορική παράδοση. Ο Κηπιάδης τοποθετεί την επίσκεψη του «ατρομήτου στολακαύτου», «περί την 19ην Ιουνίου του 1821». Ο κατοπινός πυρπολητής του τουρκικού στόλου φέρεται να πήρε μαζί του από την Κύπρο άνδρες, χρήματα και εφόδια.
Το κύριο γεγονός του 1821 στην Κύπρο είναι οι ιουλιανές σφαγές. Η βασική ελληνική βιβλιογραφία και οι περισσότερες μαρτυρίες της εποχής, περιηγητικά κείμενα και προξενικά έγγραφα, θεωρούν ότι τις σφαγές προκάλεσε «η απληστία και η φιλοχρηματία» του Τούρκου διοικητή, Κουτσιούκ Μεχμέτ, ότι δηλαδή αποσκοπούσαν στη διαρπαγή και καταλεηλάτηση των ελληνικών περιουσιών. Πρέπει να σημειώσουμε, πάντως, ότι το ιουλιανό δράμα στην Κύπρο ακολούθησε την άγρια πρακτική που εγκαινίασε το «σχοινί του Πατριάρχη», τον Απρίλιο του 1821, στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν μια μορφή, δηλαδή, τιμωρίας των «άπιστων ραγιάδων» από τον Σουλτάνο και τις οθωμανικές αρχές για τις επαναστάσεις στη Μολδοβλαχία και στην Πελοπόννησο, αλλά και την πρώτη δράση του ναυτικού των επαναστατών στο ΒΑ Αιγαίο.
Στην Κύπρο στις αρχές Μαΐου 1821 το κλίμα ανησυχίας και ανασφάλειας είχε επιβαρυνθεί σημαντικά στον ελληνικό πληθυσμό του νησιού (αλλά και στους Ευρωπαίους εμπόρους, κυρίως στη Λάρνακα) από την άφιξη 4.000 στρατιωτών από την Παλαιστίνη. Η προσπάθεια των οθωμανικών αρχών επικεντρώθηκε το επόμενο διάστημα στην ανακάλυψη (ή τη δημιουργία) «τεκμηρίων» που θα ενοχοποιούσαν πρόσωπα, κοινότητες, ναούς και μονές. Οι αρχειακές πηγές και τα προξενικά έγγραφα καταγράφουν εκτεταμένες έρευνες σε όλο το νησί, με την υποψία ότι κρύβονταν όπλα και πολεμοφόδια ή ότι οι κάτοικοι βρίσκονταν σε συνεννόηση με τους επαναστάτες αναμένοντας την εμφάνιση των πλοίων από την Ύδρα ή τις Σπέτσες για να προκαλέσουν εξέγερση και στην Κύπρο.
Στις 9 Ιουλίου κορυφώθηκε το κυπριακό δράμα του 1821, με τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και τον αποκεφαλισμό των Μητροπολιτών Πάφου Χρυσάνθου, Κιτίου Μελετίου και Κυρηνείας Λαυρεντίου, στην πλατεία Σεραγίου στη Λευκωσία. Ο μαρτυρικός θάνατος του Κυπριανού επιβεβαίωσε και σε συμβολικό επίπεδο τον εθναρχικό ρόλο της κυπριακής Εκκλησίας. Η πένα του μεγάλου διαλεκτικού Κύπριου ποιητή, Βασίλη Μιχαηλίδη, έβαλε στο στόμα του Κυπριανού τους γνωστούς στίχους οι οποίοι, ιδιαίτερα στις δεκαετίες των έντονων αλυτρωτικών αγώνων που ακολούθησαν, πέρασαν στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων της Κύπρου ως μια ελπιδοφόρα απάντηση εσχατολογικής υφής και παραμυθίας για τις σφαγές του 1821 αλλά και για τη «νομοτελειακή» λήξη της μακραίωνης δουλείας:
Η ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαρη του κόσμου
Κανένας δεν ευρέθηκεν για να την εξαλείψη
Κανένας γιατί σσέπει την που τα ύψη ο Θεός της
Η ρωμιοσύνη εν να χαθεί όντας ο κόσμος λείψη.
Ακολούθησαν τις επόμενες ημέρες οι σφαγές των υπόλοιπων προγραφέντων κληρικών και πολλών προκρίτων, εμπόρων και κτηματιών των πόλεων και των κυριότερων κωμοπόλεων του νησιού. Ανάμεσα στα επιβεβαιωμένα θύματα των σφαγών ξεχωρίζει η ισχυρή αριθμητική παρουσία των κληρικών, ιεραρχών, μοναχών και εγγάμων: Οι σφαγές σκόπευαν και στον αποκεφαλισμό της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου και δεν είχαν μόνο στόχο τον Κυπριανό. Από τα γεωγραφικά διαμερίσματα που πλήρωσαν τον βαρύτερο φόρο αίματος στις προγραφές του καλοκαιριού του 1821, και ως προς τον αριθμό των θυμάτων και ως προς την αγριότητα της καταστολής, ήταν η περιοχή Λαπήθου και από την άλλη πλευρά του Πενταδακτύλου, η Κυθρέα. Τις σφαγές συμπλήρωσαν οι λεηλασίες και οι δημεύσεις – ιδιοποιήσεις των περιουσιών των εκτελεσθέντων.
*Το άρθρο γράφει ο Καθηγητής Πέτρος Παπαπολυβίου