Στις 20 Ιουλίου 1974 συμβαίνει στην Κύπρο η πρώτη εισβολή, με ένα από τα θύματα του βομβαρδισμού, το νοσοκομείο Αθαλάσσας.
Κατά τον βομβαρδισμό αυτόν υπάρχουν 31 θύματα, 28 από τα οποία ήταν Ελληνοκύπριοι, ενώ οι 3 Τουρκοκύπριοι. Παρευρισκόμενος στο συγκλονιστικό γεγονός ήταν και ο κύριος Τάκης Αγαθοκλέους, ως υπεύθυνος νοσηλευτής των θαλάμων.
Για την βοήθεια που πρόσφερε τις μέρες εκείνες μιλά στην Δήμητρα Μακρυγιάννη και την εκπομπή Alpha Ενημέρωση, μαρτυρώντας πως, αν και δεν ήταν σε καθήκον άκουσε ανακοίνωση στο ραδιόφωνο κατά την οποία έπρεπε όλοι οι υπηρετούντες του ψυχιατρείου να προσέλθουν αμέσως στο καθήκον.
“Φεύγω και δεν ξέρω αν θα ξαναβρεθούμε.”
Αυτά ήταν τα λόγια που είπε στην οικογένεια του πριν φύγει, ενώ κατά την διαδρομή του για το νοσοκομείο έβλεπε στον δρόμο βομβαρδισμένα σπίτια.
Μόλις έφτασε στο νοσοκομείο το είδε βομβαρδισμένο και μπήκε κατευθείαν στον χώρο του ψυχιατρείου, όπου κάτω από τα δέντρα υπήρχαν καλυμμένοι ασθενείς. Στον θάλαμο 22 δημιούργησαν έναν πρόχειρο ιατρείο για πρώτες βοήθειες των τραυματισμένων, ενώ τους πιο σοβαρά τραυματισμένους τους έστελναν στο Γενικό Νοσοκομείο.
“Ήταν ένα χάος. Δεν υπήρχε τίποτα. Οι ασθενείς ήταν όλοι εγκαταλελειμμένοι. Το προσωπικό απουσίαζε. Ελάχιστοι ήταν παρόντες και ξεκινήσαμε την θεραπεία.”
Όπως περιγράφει η προσπάθεια αποκατάστασης των ασθενών ξεκίνησε από τις 9 το πρωί μέχρι τις 6 το απόγευμα, ενώ καθ’ όλη την διάρκεια, οι βομβαρδισμοί συνεχιζόταν.
Από τον θάλαμο 1 που ήταν ο κρατήρας, εκεί δηλαδή που χτύπησαν τα αεροπλάνα, μάζευαν τους νεκρούς, οι οποίοι θάφτηκαν την επόμενη μέρα πίσω από τον θάλαμο 2 με την βοήθεια του Αντρέα Ερωτοκρίτου και του Γεώργιου Τσολάκη αλλά και κάποιων ασθενών. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων ωστόσο δεν είναι γνωστός γιατί δεν έγινε ποτέ ούτε καταμέτρηση ούτε καταγραφή κι έτσι ο αριθμός μπορεί να αυξηθεί μετά την εκταφή που πραγματοποιείται.
Η σχέση των εργαζομένων στο νοσοκομείο με τους ασθενείς ήταν περισσότερο οικογενειακή, καθώς θεωρούνταν μέλη της οικογένειας τους και οι ίδιοι περνούσαν μεγάλος μέρος της ημέρας τους μαζί με τους ασθενείς τους. Αυτός είναι και ο σημαντικότερος λόγος που ο κύριος Αγαθοκλέους έχει μια τελευταία επιθυμία πριν κλείσει το ζήτημα.
“Θέλω να παρευρεθώ στην ταυτοποίηση των νεκρών.”