Καμία ευθύνη στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας και την Αστυνομία για τη διαρροή πληροφοριών τόσο σε εγχώρια όσο και σε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης του εξωτερικού, καταλογίζει το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, σε σχέση την πορεία και την προώθηση υπό διερεύνηση ποινικής έρευνας και/ή ανάκρισης εναντίον φυσικών και νομικών προσώπων για υπόθεση διαχωρισμού οικοπέδων στον Δήμο Πάφου, το 2014. Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εκδόθηκε την Παρασκευή, 24 Μαΐου 2024.
Οι ενάγοντες αξίωναν από την Κυπριακή Δημοκρατία αποζημιώσεις ύψους €10 εκατομμυρίων Ευρώ ως επίσης τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις, για παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων τους, όπως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ).
Οι εν λόγω παραβιάσεις, σύμφωνα με τους ενάγοντες, συνίσταντο στη συστηματική και/ή επιλεκτική διαρροή και γνωστοποίηση στοιχείων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικού και/ή προσωπικού χαρακτήρα και/ή ευαίσθητων δεδομένων προς τα ΜΜΕ από μέλη της Αστυνομίας και/ή της Νομικής Υπηρεσίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και/ή παράνομα, και/ή με αθέμιτο τρόπο, και/ή για εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού. Συνεπεία αυτών των πράξεων, όπως ήταν ο ισχυρισμός των εναγόντων, παραβιάστηκε η υποχρέωση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για διασφάλιση των εχέγγυων της διεξαγωγής δίκαιης δίκης και ορθής απονομής δικαιοσύνης στην εν λόγω ποινική υπόθεση, ενώ παραβιάστηκε επιπλέον το συνταγματικό δικαίωμά τους για ίση μεταχείριση, και προστασία και σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τους.
Από πλευράς Δημοκρατίας, καμία εμπλοκή στη διαρροή των εμπιστευτικών πληροφοριών δεν έγινε δεκτή από τον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος, μεταξύ άλλων, υπέδειξε ότι η δικαστική διαδικασία ήταν ανοικτή και παρακολουθείτο από σωρεία ακροατών και εκπροσώπων των ΜΜΕ εξαιτίας του δημοσίου ενδιαφέροντος της.
Καταληκτικά το Δικαστήριο, απορρίπτοντας τη θέση των εναγόντων, αναφέρει στην απόφασή του:
«Έχοντας κατά νου το σύνολο των περιστάσεων που την περιβάλλουν, ειδικότερα το γεγονός ότι τα φώτα της δημοσιότητας ήταν στραμμένα καθημερινά πάνω στην υπόθεση που διερευνούσε η Αστυνομία μέχρι και την ολοκλήρωση της διαδικασίας, λόγω του δημόσιου ενδιαφέροντος που αυτή είχε, σε συνδυασμό θεωρούμενα με τα στοιχεία και την πληροφόρηση που οι ενάγοντες διατείνονται ότι διοχετεύτηκαν προς τον Τύπο, κατά τρόπο που αποτέλεσαν στη συνέχεια μέρος των σχετικών δημοσιευμάτων, στη βάση πάντα των καλά καθιερωμένων αρχών της αναλογικότητας και της εξισορρόπησης των σχετικών δικαιωμάτων, φαίνεται ότι και στην υπό συζήτηση περίπτωση, θα μπορούσε να κριθεί δικαιολογημένη η υπεροχή του δικαιώματος της πληροφόρησης και της ελευθερίας του Τύπου.»
Ενδιαφέρουσα είναι και η θέση του Δικαστηρίου στο ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης και την κάλυψη από τον Τύπο θεμάτων σοβαρού δημοσίου ενδιαφέροντος. Ως το Δικαστήριο σημειώνει:
«Τόσο η Κυπριακή νομολογία όσο και η νομολογία του ΕΔΑΔ δεν διστάζουν, στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης εφαρμογής των αρχών που διέπουν μια δημοκρατική κοινωνία και τηρώντας πάντα την αρχή της αναλογικότητας, να περιορίζουν διάφορα δικαιώματα, μεταξύ αυτών και το δικαίωμα στη φήμη ενός προσώπου, προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, στο οποίο αναγνωρίζουν μοναδική και υψηλή αξία, υποδεικνύοντας ότι το δικαίωμα της ελευθερίας του Τύπου, σε κατάλληλες περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν πρόκειται περί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, ασχέτως του πόσο σκληρό, αυστηρό ή ακόμη και προσβλητικό ενδεχομένως να είναι το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων, υπερτερεί του δικαιώματος στην προστασία της υπόληψης του ατόμου. […] [Ωστόσο,] Δεν παρέχεται ασφαλώς απεριόριστη ελευθερία της έκφρασης, ακόμη και σε σχέση με την κάλυψη από τον Τύπο θεμάτων σοβαρού δημοσίου ενδιαφέροντος. Κατά την άσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, δεν πρέπει να παραγνωρίζονται τα όρια που τίθενται για την προστασία συνταγματικών ή άλλως πως κατοχυρωμένων ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως αυτά που αφορούν στην προστασία της φήμης και του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής ενός ατόμου. Οι εξαιρέσεις ωστόσο στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά, ενώ η αναγκαιότητα για οποιουσδήποτε περιορισμούς πρέπει να τεκμηριώνεται πειστικά. Ειδικότερα δε σε σχέση με την λειτουργία του Τύπου, θα πρέπει να διαμορφώνονται με ιδιαίτερη προσοχή και φειδώ.»
Το Δικαστήριο επιδίκασε έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας.