“Το χωριό μου, η Άσσια, έχει πληρώσει πολύ βαρύ τίμημα”. Με αυτές τις λέξεις άρχισε να διηγείται τις πτυχές του δράματος των αγνοουμένων αλλά και τις αιματηρές σελίδες της τουρκικής εισβολής του 1974 ο Παναγιώτης Καλλής.
Ο γνωστός πρώην δικαστής του Ανωτάτου, ήταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους που για ημέρες και κάτω από άθλιες συνθήκες κρατήθηκαν στο γκαράζ της ντροπής… Τι και αν πέρασαν 48 χρόνια από τον μαύρο Ιούλιο, ο κ. Καλλής θυμάται με λεπτομέρειες το διωγμό των Ασσιωτών από το αγαπημένο τους χωριό, τους ανθρώπους που χάθηκαν και μέχρι σήμερα δεν δόθηκαν απαντήσεις για την αλλά και τη στιγμή που οι Τούρκοι χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού του.
Ο κ. Καλλής αφιέρωσε πέντε δεκατίες της ζωής του στην υπηρεσία της δικαιοσύνης της Κύπρου. Μίλησε αποκλειστικά στο AlphaNews.Live για τα όσα έζησε και είδε στο γκαράζ Παυλίδη, τις βαναστικές στιγμές στο Πέντε Μίλι τον Αύγουστο του 1974, όταν περίπου 1000 άτομα μεταφέρθηκαν με λεωφορεία.
“Πάγωνε το αίμα μας όταν ακούγαμε να έρχεται λεωφορείο”, ήταν ένα από τα συγκλονιστικά σημεία της συνέντευξης. Συγκινητική ήταν η στιγμή που δώσαμε στα χέρια του ένα απόκομμα εφημερίδας από τότε την τότε εποχή..
Advertisement
Διαβάστε αυτούσια τη συνέντευξη.
“Το χωριό μου η Άσσια, έχει πληρώσει πολύ βαρύ τίμημα, αποδικνείεται από τον μεγάλο αριθμό αγνοουμένων. 52 Ασσιώτες, όλοι πάνω των 50 ετών συνελήφθησαν στις 21 Αυγούστου, μεταφέρθηκαν με 50 άλλους στο γκαράζ Παυλίδη. Εγώ ήμουν κρατούμενος στο γκαράζ Παυλίδη από τις 17 Αυγούστου. Εκεί οι τ/κ Αρχές κράτησαν τους κάτω των 50 ετών, και για τους άνω των 50 διατάχθηκε όπως επιστρέψουν στο χωριό. Έκτοτε αγνοείται η τύχη τους. Αργότερα έχει διαπιστωθεί ότι εκτελέστηκαν όλοι μαζικά και ρίχθηκαν σε πηγάδι στο Ορνίθι. Όμως υπάρχουν ακόμη ένας αριθμός 35 αγνοουμένων οι οποίοι συνελήφθησαν στα σπίτια τους, μεταξύ 14 Αυγούστου του 1974 η οποία ήταν η ημερομηνία κατάληψης της Άσσιας και μέχρι που έληξε ο εγκλωβισμός μέσα από την μεταφορά των εγκλωβισμένων στη Λάρνακα. Αυτοί, είχαν συλληφθεί στα σπίτια τους μαζί με τις οικογένειές τους και έκτοτε αγνοοείται η τύχη τους. Μια οικογένεια έχασε 7 άτομα”.
Κατά την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων όπως είπε εκτέλεσαν εν ψυχρώ 6 συγχωριανούς του και κατά τη διάρκεια του εγκλωβισμού άλλους έξι, όλοι τους υπερήλικες. Στους αγνοουμένους που εκτελέστηκαν και ρίχθηκαν στο πηγάδι περιλαμβάνονταν υπερήλικες 80-85 ετών.
Advertisement“Όλοι νομοταγείς πολίτες. Αυτός ο μεγάλος αριθμός των αγνοουμένων και φονευθέντων αναδικνεύει ανάγλυφα την τραγωδία της Άσσιας, το βαρύ τίμημα που έχει καταβάλει και η τραγωδία συνεχίζεται μέχρι σήμερα γιατί η τύχη των αγνοουμένων οι οποίοι συνελήφθησαν ενώ βρίσκονταν στα σπίτια τους δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί. Στο έγκλημα που έγινε με την μαζική εκτέλεση προστέθηκε και άλλο έγκλημα. Οι κατοχικές αρχές μετέφεραν αλλού τα οστά των εκτελεσθέντων στους λάκκους στο Ορνίθι και όταν έγινε η έρευνα, βρέθηκαν μόνο τα λείψανα τριών αγνοουμένων και για τους υπόλοιπους υπολείμματα οστών. Οι συγγενείς αρνήθηκαν να τα παραλάβουν και καλά έκαναν. Έκτοτε κάνουν αγώνα για να τους παραδοθούν τα λείψανα των αγνοουμένων τους”.
Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Άσσια..
Αυτή είναι η μια πτυχή της τραγωδίας. Η άλλη, είπε, είναι η απώλεια των πάτριων εδαφών.
Advertisement“Τα εδάφη στα οποία οι Ασσιώτες έδωσαν αίμα και ιδρώτα. Αυτή η απώλεια με την απώλεια των ανθρώπινων ζωών συνθέτουν το δράμα τον Ασσιωτών”.
Τον ρωτήσαμε τι θυμάται ο ίδιος για την κράτησή του στο γκαράζ Παυλίδη και για τα όσα βίωσε τον Αύγουστο του 74΄. Εξηγεί γιατί δεν τόλμησε να φύγει από το χωριό όταν μπήκαν τα τουρκικά στρατεύματα και περιγράφει τη στιγμή που οι Τούρκοι του χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού του.
“Η σύλληψή μου έλαβε χώρα κατά τις 14:30 της 14ης Αυγούστου. Μόλις αντιλήφθηκα την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στο χωριό αποπειράθηκα να φύγω, πλην όμως πρόσεξα ένα τεράστιο τανκ να είναι μπροστά από την είσοδο της κατοικίας μου. Δεν απετόλμησα να φύγω διότι δεν γνώριζα τις διαθέσεις του τουρκικού στρατού. Αργότερα πληροφορήθηκα ότι διευκόλυνα τον κόσμο να διαφύγει αλλά δεν μπορούσα να το αποταλμήσω. Μου χτύπησαν την πόρτα η ώρα 2:30 και τους άνοιξα. Τους είπα ότι δεν είμαι στρατιώτης, είμαι πολίτης και έχω ανήλικα παιδιά. Μου είπαν αφού είσαι πολίτης δεν υπάρχει πρόβλημα να μας ακολουθήσεις. Με μετέφεραν με έναν άλλο που συνέλαβα, τον γείτονά μου και αείμνηστο Χρίστο Τσικουρή λίγο έξω από χωριό στην τοποθεσία Κολιμπούθκια. Εκεί συνάντησα και άλλους Ασσιώτες που είχαν συλληφθεί οι πλείστοι ήταν τα θύματα της θηριωδίας που έχω περιγράψει. Μείναμε εκεί μέχρι να δύσει ο ήλιος και μας μετέφεραν όλους στο ισόγειο μια κατοικίας. Εκεί υπήρχαν υπερήλικες, 90 ετών, 85 ετών και εμβληματικές προσωπικότητες και θαύμασα πόσο καρτερικοί και με πόση υπομονή υπέμεναν το βάσανο γιατί μας είχαν δέσει πισθάγκωνα και όλη τη νύχτα της 14ης προς την 15η Αυγούστου δεν μας έδωσαν νερό και δεν άκουσα κανένα από τους γέροντες να παραπονεθεί. Οι νεότεροι στην ηλικία ψιθυριστά διαμαρτύρονταν”.
Κατά τη διάρκειά της κράτησής τους, όπως συνέχισε να μας περιγράφει έγινε σε όλους σωματική έρευνα και αφαίρεσαν ότι τιμαλφή είχαν.
“Δαχτυλίδια, ρολόγια και χρήματα.. με αναλαγμούς χαράς όταν έβρισκαν χρήματα. Μείναμε εκεί μέχρι τις 17 Αυγούστου και στη συνέχεια απελήθηκαν οι γέροντες και τους υπόλοιπους μας μετέφεραν μέσω Τζάους στο γκαράζ Παυλίδη. Εκεί στο Τζάος αντιμετωπίσαμε μια επιθετική διάθεση αλλά ο Τούρκος αξιωματικός που ήταν υπεύθυνος για την μεταφορά μας τους έδιωξε. Στις 10 το βράδυ φτάσαμε στο γκαράζ Παυλίδη, κρατήθηκαν οι κάτω των 50 ετών και οι υπόλοιποι διατάχθηκε να επιστρέψουν στο χωριό και επανασυνελήφθησαν στις 21 Αυγούστου και είναι τα θύματα της μαζικής σφαγής”.
Το γκαράζ της μνήμης..
Οι συνθήκες στο γκαράζ Παυλίδη αντίξοες αφού χρειάστηκε να κοιμούνται στο τσιμεντένιο δάπεδο. Το φαγητό λιγοστό και οι υγειονομικές συνθήκες απαράδεκτες. Ο Παναγιώτης Καλλής, περιγράφει και τις “αφίξεις” τ/κ στο γκαράζ για να υποδείξουν Ε/κ στις τουρκικές Αρχές.
“Τις πρώτες μέρες ούτε κουβέρτα, ούτε σεντόνι. Πέφταμε στο δάπεδο. Αργότερα μας έδωσαν από ένα σεντόνι. Οι υγειονομικές συνθήκες ήταν απαράδεκτες, δεν υπήρχε νερό για πλύσιμο, πόσιμο υπήρχε αρκετό. Ούτε τουαλέτες, αντιλαμβάνεστε 1000 άτομα, η υποδομή του γκαράζ ήταν για λίγα άτομα. Η διατροφή ήταν απλώς για να επιβιώσουμε, λίγο ψωμί, λίγο ρύζι ή όσπρια. Τις τελευταίες ημέρες αυξήθηκε η ποσότητα της διατροφής. Εκεί στο γκαράζ Παυλίδη συνέβηκε να έρχονται τουρκοκύπριοι, να υποδικνύουν στους εντεταλμένους για την κράτησή μας αξιωματικούς ότι ο Α ή ο Β είχε πειράξει τ/κ και τους τον παρέδιδαν. Νομίζω όλοι αυτοί θα έχουν εκτελεστεί”.
Η παρέμβαση του Ερυθρού Σταυρού
Αυτό όμως τελείωσε, όπως είπε, με την παρέμβαση του Ερυθρού Σταυρού.
“Μας έδωσαν κάρτες, και εγώ με έναν άλλο τους γράψαμε όλους με όλα τα στοιχεία τους και τα δώσαμε στον Ερυθρό Σταυρό. Έκτοτε σταμάτησε αυτή η διαλογή Ελληνοκυπρίων”.
To βασανιστικό βράδυ της 19ης Αυγούστου
Το βράδυ της 19ης Αυγούστου ήταν όπως είπε, βασανιστικό. Η νύχτα που περίπου 1000 άτομα αναγκάστηκαν να επιβιβαστούν σε λεωφορεία..
“Όλοι οι κρατούμενοι, περίπου 1000, μας ανάγκασαν να μπούμε σε λεωφορεία, μας έδεσαν τα μάτια, μας έδεσαν πισθάγκωνα και τα λεωφορεία κατευθύνθηκαν προς την Κερύνεια. Εκεί, τα λεωφορεία σταμάτησαν στο Μπογάζι και μπήκαν μέσα ένοπλοι και άρχισαν τον ξυλοδαρμό. Στη συνέχεια τα πλοία έφτασαν στην ακτή της Κερύνειας, έτσι μου είπε ο διπλανός μου που κατάφερνε να βλέπει αφού δεν είχαν δέσει τα μάτια του αποτελεσματικά. Επιβίβασαν περίπου 400 και για τους υπόλοιπους δόθηκε διαταγή να επιστρέψουμε στο γκαράζ Παυλίδη. Ο ξυλοδαρμός συνεχίστηκε και στο Πέντε Μίλι. Ο άγριος ξυλοδαρμός είχε επιδράσει πολύ αρνητικά στο ηθικό όλων των κρατουμένων. Πάγωνε το αίμα όλων μας όταν ερχόταν λεωφορείο για να μεταφέρει κρατούμενους από το γκαράζ Παυλίδη στην Τουρκία διότι υπήρχε και ο φόβος του ξυλοδαρμού”.
Στις 11 Σεπτεμβρίου, ο κ. Καλλής μεταφέρθηκε από το γκαράζ Παυλίδη στις φυλακές του Σεραγίου. Εκεί παρέμεινε μέχρι και τις 16 Σεπτεμβρίου.
“Εκεί οι φυλακές ήταν το κυλικείο των δικαστηρίων. Εκεί που πηγαίναμε για αναψυχή ύστερα έγινε ο τόπος κράτησης. Απολύθηκα στις 16/9/74 ύστερα από μεσολάβηση όπως μου είπαν, της Οργάνωσης των Δικαστών της κοινοπολιτείας. Μεσολάβηση όπως μου είπαν ενός τ/κ δικαστή και ενός τ/κ δικηγόρου. Τότε ήμουν πρωτοκολλητής αλλά στη διάρκεια της εκτέλεσης των καθηκόντων μου ήμουν σωστός προς όλο τον κόσμο ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία. Ο τ/κ δικηγόρος μόλις έμαθε ότι ήμουν κρατούμενος μου έστειλε χρήματα, τα οποία ήταν πολύτιμα σε συνθήκες κράτησης διότι έρχονταν εκεί μικροπωλητές και πωλούσαν μπισκότα και άλλα τρόφιμα. Πρέπει να πω ότι στο γκαράζ Παυλίδη δεν υπήρχαν συμπεριφορές άσκησης βίας. Υπήρχε όμως από τους φρουρούς μας μια έπαρση μια αλαζωνία, ένα θριαμβευτικό ύφος, το ύφος του νικητή. Βία άμεση δεν είχε ασκηθεί εκτός από τις άθλιες συνθήκες κράτησης όπως τις έχω περιγράψει”.
Και κάπου εκεί ήταν η στιγμή που πήραμε στα χέρια μας ένα απόκομμα από εφημερίδα της τότε εποχής. Στη λεζάντα έγραφε “Επιτέλους Ελεύθεροι”. Κράτησε στα χέρια του τη φωτογραφία και τον ρωτήσαμε εάν αναγνωρίζει τα πρόσωπα που απεικονίζονται σε αυτήν.
“Μου θυμίζει την ημέρα της απελευθέρωσής μας, στην περιοχή του Λήδρα Πάλας που είναι και τα δικαστήρια που έχω ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου. Συνολικά υπηρέτησα στα δικαστήρια 50 χρόνια. Μου θυμίζει την χαρά που ένιωσα λόγω της απελευθέρωσής μου και τη χαρά που αντίκρυσα ένα πολύ γνώριμο τόπο, τον τόπο της εργασίας μου”.
“Σταθήκαμε στα πόδια μας με θέληση και υπομονή”
Τον ρωτήσαμε επίσης, εάν αυτό το δράμα που έζησε τις ημέρες της τουρκικής εισβολής επηρεάσε την μετέπειτα πορεία του. “Οχι” μας απάντησε, εξηγώντας πως είναι από τη φύση του αισιόδοξος άνθρωπος.
“Τις δυσκολίες της ζωής ακόμη της αγνοώ. Έχω μάθει στη ζωή μου να ελπίζω για το καλύτερο. Ήμουν στο τελευταίο έτος της νομικής, επρόκειτο να δώσω εξετάσεις τον Σεπτέμβριο του 1974 για το δίπλωμά μου από το Συμβούλιο Νομικής Εκπαιδεύσεως της Αγγλίας. Δεν πήγα διότι ήμουν κρατούμενος και δεν υπήρχε αεροπορική σύνδεση. Παρά το ότι τα βιβλία μου έμειναν στο χωριό, εντούτοις είπα στον εαυτό μου αν υπήρχε ένας λόγος να σπουδάσω, τώρα υπάρχουν περισσότεροι διότι κάποια περιουσία που είχαμε την χάσαμε. Δεν με επηρέασε, άρχισα να μελετώ και τον Μάιο του 1975 έδωσα εξετάσεις και πέτυχα. Γράφτηκα στο μητρώο δικηγόρων το 1975, μετά από επιτυχία στις εξετάσεις του Νομικού Συμβουλίου. Ήρθαμε εδώ, οι Ασσιώτες χωρίς τίποτα, με τα ρούχα που φορούσαμε όπως λέει και ο κόσμος. Εντούτοις σταθήκαμε στα πόδια μας με πολλή θέληση, υπομονή και σκληρή δουλειά”.
Αυτό που τον πληγώνει, συνέχισε, είναι η απώλεια της πατρώας γης “όχι από πλευράς χρηματικής αξίας αλλά συναισθηματικής”.
“Χάσαμε τα εδάφη μας, χάσαμε τη γη μας. Χάθηκε ο κοινωνικός ιστός των συγχωριανών που σου επέβαλε μια συμπεριφορά άψογη. Από το 1950 και μετά η ποινική δίωξη δεν έχει ασχοληθεί με τη συμπεριφορά οποιουδήποτε Ασσιώτη. Αυτό που με θλίβει βαθύτητα είναι η απώλεια της πατρώας γης και ο συναισθηματικός δεσμός. Ως άνθρωπος αισιόδοξος, παρόλο που γνώριζα πολύ καλά την τουρκική ιστορία και πως συμπεριφέρεται η Τουρκία εφόσον καταβάλει εδάφη ήλπιζα ότι θα βρίσκαμε μια λύση υποφερτή. Τώρα με τις εξελίξεις των τελευταίων ετών έχασα την αισιοδοξία μου και την ελπίδα για λύση. Δεν πρόκειται να εμπλακώ σε κριτική των πολιτικών διότι δεν είναι του χαρακτήρα μου να τους επικρίνω. Έκαστος εκεί που ετάχθη”.
“Θα φύγω με αυτό τον πόνο”
Ζω το Κυπριακό από τη δεκαετία του 40′ μέχρι σήμερα, είπε, κάνοντας παράλληλα αναφορά στις τρεις παροχές της διεθνούς κοινότητας.
“Από τότε μέχρι σήμερα, η διεθνής κοινότητα μας έκανε τρεις παροχές. Η πρώτη είναι η αναγνώριση της Κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Μακαρείου ως της μόνιμης Κυβέρνησης με το ψήφισμα του Μαρτίου 1964. Η δεύτερη παροχή ήταν η μη αναγνώριση του τ/κ παράνομου κράτους από την διεθνή κοινότητα. Η τρίτη παροχή η ένταξή μας στην ΕΕ. Είμαι πεποισμένος ότι η ορθή αξιοποίηση των παροχών της διεθνούς κοινότητας θα κατέληγε σε μια υποφερτή λύση. Διότι αν δεν βρεθεί λύση είναι ορθό αυτό που λένε, θα έχουμε σύνορα με την Τουρκία, θα χαθεί η Αμμόχωστος. Συνεπάγονται πολλούς κινδύνους για την επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού. Αυτό είναι το μαράζι μου, αυτός είναι ο πόνος μου, θα φύγω με αυτόν τον πόνο που δεν θα μπορέσω να ξαναπάω, να περπατήσω στα χώματα της γης που με γέννησε και με ανάστησε”.