Μόνο η κορυφή του παγόβουνου είναι, μάλλον, η υπόθεση που είδε το φως της δημοσιότητας αναφορικά με την καταδίκη τεσσάρων προσώπων για ψευδή αναγνώριση τέκνων από Κύπριους «πατεράδες» επί πληρωμή. Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες μας, δεκάδες τέτοιες ύποπτες αιτήσεις φαίνεται να έχουν υποβληθεί στις αρμόδιες αρχές από το 2020 μέχρι σήμερα.
Στοιχεία που εξασφάλισε το AlphaNews.Live δείχνουν ότι οι περιπτώσεις αιτήσεων αναγνώρισης από υποτιθέμενους πατεράδες τέκνων άρχισαν να εμφανίζονται το 2019 και κορυφώθηκαν μέχρι το τέλος του 2020, αναγκάζοντας λειτουργούς αρμόδιων αρχών που αντιλήφθηκαν ότι κάτι δεν πάει καλά, να αποταθούν στην αστυνομία. Το μοτίβο δράσης, πανομοιότυπο: μία αλλοδαπή μητέρα συνήθως αφρικανικής καταγωγής, αιτήτρια πολιτικού ασύλου και ένας Κύπριος ή Ευρωπαίος «πατέρας» που υποβάλλει αίτηση στην Επαρχιακή Διοίκηση για αναγνώριση του «τέκνου του».
Συγκεκριμένα, το 2020 άρχισε να γίνεται αντιληπτό από δημόσιους λειτουργούς, ότι αυξήθηκαν ανεξήγητα περιπτώσεις Κυπρίων που πήγαιναν στην Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας και αιτούνταν να αναγνωρίσουν τέκνα αλλοδαπών γυναικών.
Μέχρι το τέλος του ίδιου έτους, αρμόδια αρχή μόνο για την επαρχία Λευκωσίας, φέρεται να εντόπισε 32 ύποπτες υποθέσεις για τις οποίες ενημέρωσε την αστυνομία και το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων. Από αυτές, ωστόσο, μόνο τέσσερις οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη – η μία εκ των οποίων ήταν αυτή που είδε πριν λίγο καιρό το φως της δημοσιότητας.
Σε συνέχεια των στοιχείων που ήρθαν ενώπιόν μας από έγκυρη πηγή, το κύκλωμα όταν αντιλήφθηκε ότι τα αιτήματα αναγνώρισης τέκνων από Κύπριους πατεράδες κινούσαν υποψίες, άλλαξε τακτική, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να υποβάλλονται αιτήματα αναγνώρισης τέκνων αλλοδαπών γυναικών από Ευρωπαίους πολίτες αφρικανικής καταγωγής.
Μέσα στο έτος 2020-2021 μόνο η Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας εντόπισε πάνω από 25 ύποπτες υποθέσεις. Από αυτές, σε μία μόνο περίπτωση η αστυνομία – με τη βοήθεια και της Επαρχιακής Διοίκησης Λευκωσίας- μπόρεσε να προχωρήσει σε σύλληψη του υποψήφιου «πατέρα». Αφορούσε έναν άνδρα με καταγωγή από το Κονγκό και υπήκοο Σουηδίας, ο οποίος αιτήθηκε να αναγνωρίσει ως δικό του, τέκνο αλλοδαπής, αιτήτριας ασύλου. Ο Σουηδός με τη σύλληψή του, τελικά παραδέχθηκε πως δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας του παιδιού και πως πληρώθηκε για να έρθει από τη Σουηδία να αναγνωρίσει το τέκνο και να επιστρέψει στη Σουηδία. Μάλιστα αποκάλυψε ότι πήρε 2000 ευρώ προκαταβολή πριν έρθει στην Κύπρο, με την υπόσχεση να του καταβληθούν άλλες 3000 ευρώ μετά την αναγνώριση.
Υπήρξε επίσης περίπτωση Κύπριου που προσήλθε στις αρμόδιες αρχές για να αναγνωρίσει τέκνο αλλοδαπής από το Καμερούν, η οποία είχε γεννήσει τρεις μήνες μετά την άφιξή της στην Κύπρο. Ο Κύπριος ερωτηθείς στο πλαίσιο της διαδικασίας για το εάν είχε μεταβεί έξι μήνες πριν στο Καμερούν, είπε πως η συνάντησή του με την αλλοδαπή έγινε στα κατεχόμενα.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, πάντως, το έργο των δραστών φαίνεται να διευκολύνει και η νομοθεσία, η οποία δεν προνοεί την εξέταση DNA για σκοπούς επαλήθευσης της πατρότητας που επικαλούνται αιτητές αναγνώρισης τέκνου, με αποτέλεσμα μια απλή αίτησή τους στις επαρχιακές διοικήσεις να είναι αρκετή.
Απάτη ή human trafficking
Σε επικοινωνία μας με την αστυνομία αναφορικά με τις μοναδικές τέσσερις υποθέσεις που οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη, θέσαμε το ερώτημα κατά πόσον διαπιστώθηκε πίσω από αυτές, η ύπαρξη κυκλώματος εμπορίας προσώπων. Η απάντηση που λάβαμε ήταν αρνητική, αφού όπως μάς ελέχθη, εγκέφαλοι και εκτελεστές της απάτης ήταν οι αλλοδαπές γυναίκες, μητέρες των αναγνωρισμένων τέκνων.
Και εδώ ανακύπτει το ερώτημα: πόσο εύκολο είναι μία γυναίκα από μόνη της να διαπράξει το εν λόγω έγκλημα, δηλαδή να μείνει έγκυος, να βρει διαθέσιμο «πατέρα», να τον εξαγοράσει και να τον πείσει να αναγνωρίσει ψευδώς το τέκνο της; Κι ακόμη κάτι: πόσο εύκολο είναι για μια γυναίκα να βρει υποψήφιο «πατέρα» που να είναι Ευρωπαίος αφρικανικής καταγωγής και κάτοικος εξωτερικού, να τον πληρώσει προκαταβολικά να έρθει στην Κύπρο, να αναγνωρίσει το τέκνο της, να του δώσει και το υπόλοιπο από το συμφωνηθέν ποσό, και να επιστρέψει στη χώρα του;
“Human trafficking for benefits fraud”
Σε επίπεδο εμπορίας προσώπων, πάντως, η εκμετάλλευση που έχει να κάνει με την εξασφάλιση επιδομάτων πρόνοιας, είναι γνωστή στις εγκληματολογικές έρευνες, ως “human trafficking for benefits fraud” – «εμπορία προσώπων για παράνομη εξασφάλιση επιδομάτων» και δεν είναι σημερινό φαινόμενο, αλλά η παρουσία του στην Ευρώπη μετράει πάνω από δέκα χρόνια.
Σε έκθεσή της για το Human Trafficking το 2010, η EUROPOL διαπίστωνε «μια νέα τάση», η οποία ήθελε ορισμένα θύματα να διακινούνται από χώρες-πηγές σε χώρες-προορισμού, κυρίως με σκοπό τη δόλια εξασφάλιση κοινωνικών επιδομάτων και επιδομάτων τέκνων. Τα θύματα της συγκεκριμένης εγκληματικής δραστηριότητας, όπως έγραφε στην έκθεσή της η EUROPOL, συνήθως αγνοούν παντελώς το γεγονός ότι τα επιδόματα που δικαιούνται καταλήγουν στα χέρια των διακινητών τους.
Το 2016, ακόμη μία έκθεση της EUROPOL για το θέμα ανέφερε ότι τα θύματα εξαναγκάζονται να ανοίξουν τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους δεν έχουν κανέναν απολύτως έλεγχο, αφού πρόσβαση σε αυτούς έχουν μόνο οι διακινητές, οι οποίοι και εισπράττουν τα όποια επιδόματα καταβάλλονται.
Σε δημοσίευμα του BBC του 2017, γινόταν αναφορά σε ένα φαινόμενο που είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του στη Γερμανία και που αφορούσε αιτήσεις αναγνωρίσεων τέκνων αλλοδαπών γυναικών επί πληρωμή. Μάλιστα μόνο στο Βερολίνο το εν λόγω έτος είχαν ταυτοποιηθεί 700 τέτοιες υποθέσεις.
Το 2020 μία γαλλοβελγική έρευνα με την υποστήριξη της Europol κατάφερε να εξαρθρώσει ένα μεγάλο εγκληματικό δίκτυο που εμπλέκετο σε λαθρεμπόριο μεταναστών, εμπορία ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων ανηλίκων, καταναγκαστική επαιτεία, απάτη με επιδόματα πρόνοιας και πλαστογραφία εγγράφων. Γαλλική και Βελγική αστυνομία προχώρησαν τότε σε 13 συλλήψεις μελών του κυκλώματος το οποίο από τη δράση του στην Ευρώπη είχε καταφέρει να κερδίσει 5 εκατομμύρια ευρώ.
Ρίτα Σούπερμαν: Όλα δείχνουν human trafficking
Σε επικοινωνία μας με τη Βουλευτή του ΔΗΣΥ, Ρίτα Σούπερμαν η οποία για 15 χρόνια κρατούσε με επιτυχία τα ηνία του Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας προσώπων της Κυπριακής Αστυνομίας, της παραθέσαμε τα στοιχεία που εξασφάλισε η δημοσιογραφική έρευνα, ζητώντας την εκτίμησή της για το τι έχουμε μπροστά μας.
Σύμφωνα με την κ. Σούπερμαν τα όσα φέρνει στο φως το ρεπορτάζ, δείχνουν ότι κατά πάσα πιθανότητα πίσω από τις συγκεκριμένες υποθέσεις, κρύβεται οργανωμένο έγκλημα και συγκεκριμένα οργανωμένα κυκλώματα εμπορίας προσώπων.
Όπως εξήγησε, οι υποθέσεις αυτές ακολουθούν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο δράσης και σε αυτές εμπλέκονται άτομα (γυναίκες) που εκ των πραγμάτων βρίσκονται σε ευάλωτη θέση. Τα χαρακτηριστικά αυτά, είναι χαρακτηριστικά που απαντώνται στις υποθέσεις εμπορίας προσώπων, και μάλιστα θυμίζουν πολύ τις περιπτώσεις των εικονικών γάμων όπου και εκεί οργανωμένα κυκλώματα human trafficking έφερναν στην Κύπρο γυναίκες από την Ευρώπη ή από τρίτες χώρες, με σκοπό τη σύναψη εικονικών γάμων και την εξασφάλιση της μόνιμης παραμονής είτε των ιδίων είτε των «συζύγων» τους.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό στο έγκλημα του human trafficking, μάς είπε κ. Σούπερμαν, είναι ότι τα θύματα δεν δρουν πάντα υπό το κράτος της βίας ή των απειλών. Πολλές φορές δρουν υπό το κράτος της ευαλωτότητάς τους, με αποτέλεσμα να πράττουν κατά τρόπο που οι διακινητές τους έχουν καθορίσει να πράξουν και μάλιστα τις περισσότερες φορές έχοντας λάβει άρτια προετοιμασία γι’ αυτό, πριν ακόμη αφιχθούν στην Κύπρο ή στην οποιαδήποτε χώρα-προορισμό.
Τα θύματα που έχουν στρατολογηθεί από τους διακινητές, όπως εξήγησε, πριν αναχωρήσουν από τη χώρα τους, συνήθως έχουν προετοιμαστεί από τους εγκεφάλους των κυκλωμάτων, για τα πάντα. Για το τι θα πουν στις αστυνομικές αρχές με την άφιξή τους, για το πώς θα απαντήσουν στην κάθε ερώτηση, ακόμη και για το πότε να κλάψουν όταν τους τεθεί ένα ερώτημα από κάποιον ανακριτή. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει, όπως εξήγησε η Βουλευτής του ΔΗΣΥ, ότι τα θύματα ερχόμενα στην Κύπρο αντιμετωπίζουν όλα όσα τους έχει προετοιμάσει ο διακινητής να αντιμετωπίσουν, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπο του διακινητή τους και μόνο. Συνέπεια τούτου, πρόσθεσε, είναι η εξαιρετικά μεγάλη δυσκολία για τις αστυνομικές αρχές να εξασφαλίσουν μαρτυρία από το στόμα του θύματος.
Όπως μάς ανέφερε η κ. Σούπερμαν, από την εμπειρία της σε τέτοιες υποθέσεις, τις περισσότερες φορές το θύμα είναι το τελευταίο που θα μιλήσει – αν μιλήσει – γι’ αυτό και η αστυνομία θα πρέπει να επιστρατεύσει άλλες πηγές πληροφόρησης για να μπορέσει να διαλευκάνει μια υπόθεση εμπορίας. Για παράδειγμα να εντοπίσει τους ανθρώπους με τους οποίους συνομίλησε, συνεργάστηκε το θύμα, να ακολουθήσει τηλεφωνικά ή ηλεκτρονικά ίχνη από τις επικοινωνίες τους ή ακόμη και από τραπεζικούς λογαριασμούς. Αν δεν γίνουν αυτά, πολύ δύσκολα μια υπόθεση human trafficking θα φτάσει στους εγκέφαλους-διακινητές, με αποτέλεσμα να μείνει μόνο στην επιφάνεια, δηλαδή στο εμφανές του εγκλήματος, που στην προκειμένη περίπτωση των υποθέσεων που συζητάμε, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ψευδείς αναγνωρίσεις τέκνων που έγιναν επί πληρωμή.
Ένα ακόμη σημαντικό αλλά και ιδιαίτερα ανησυχητικό ερώτημα που εγείρεται για τις συγκεκριμένες υποθέσεις, σύμφωνα με την κ. Σούπερμαν, είναι το πώς έμειναν έγκυες αυτές οι γυναίκες, αφού κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα κάποιες από αυτές, εκτός από θύματα εμπορίας, να έχουν πέσει και θύματα βιασμού.