Πιέσεις για την πλήρη αποκατάσταση της δυσμενούς διάκρισης που υπέστησαν γυναίκες υπαξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς ασκεί η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία συνέχισε σήμερα με έκτη συνεδρίαση την εξέταση του θέματος. Για τον σκοπό αυτό θα ακολουθήσει το επόμενο διάστημα συνάντηση με τον Υπουργό Άμυνας, όπως ανακοίνωσε η Πρόεδρος της Επιτροπής, ενώ παράλληλα βρίσκονται σε εξέλιξη αγωγές εναντίον του ΥΠΑΜ από παραπονούμενες που θεωρούν «γελοίες» – κατά την έκφρασή τους στη Βουλή – τις μισθολογικές προσαυξήσεις 50-74 ευρώ, χάριν αποκατάστασης της διάκρισης.
Συγκεκριμένα, όπως εξήγησε σε δηλώσεις της μετά τη συνεδρίαση η εκπρόσωπος των υπαξιωματικών και επίτιμη Πρόεδρος του Συνδέσμου Υπαξιωματικών Κυπριακού Στρατού, Κατερίνα Μαρκουλίδου, για συνολικά οχτώ σειρές γυναικών υπαξιωματικών που υπηρέτησαν ως εθελόντριες στην Εθνική Φρουρά μεταξύ 1990-2016, πριν ενοποιηθούν οι κανονισμοί για προαγωγές αντρών και γυναικών, δεν αναγνωρίστηκαν ως χρόνια προϋπηρεσίας έως και 14 έτη εθελοντική υπηρεσίας των γυναικών.
«Είναι παραδοχή όλων των αρμόδιων φορέων ότι έγινε αδικία στο θέμα της ανέλιξής των γυναικών τόσα χρόνια», ανέφερε η κ. Μαρκουλίδου, σημειώνοντας ότι κατά τη μονιμοποίηση των γυναικών υπαξιωματικών, δεν αναγνωρίστηκαν ως προϋπηρεσία τα χρόνια που υπηρέτησαν ως εθελόντριες.
Εξήγησε ότι μεταξύ των παραπονούμενων, οι πιο αδικημένες είναι οι γυναίκες της 8ης σειράς, που υπηρέτησαν για 20 χρόνια ως εθελόντριες, κάτι που έχει, όπως πρόσθεσε, σημαντικές επιπτώσεις στα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα. Χαρακτηριστικά, αναφέρθηκε ότι σήμερα υπάρχει απόστρατη γυναίκα υπαξιωματικός, που λαμβάνει σύνταξη 800 ευρώ, ενώ οι απολαβές άντρα συναδέλφου της σε αντίστοιχη περίπτωση, είναι άνω των 1400 ευρώ.
Η κ. Μαρκουλίδου αναφέρθηκε, ακόμα, σε τροποποίηση της νομοθεσίας που ψήφισε η Βουλή το 1996, σύμφωνα με την οποία για την προαγωγή γυναικών υπαξιωματικών, απαιτούνταν προϋπηρεσία έξι ετών, αντί δύο ετών που ίσχυε για την προαγωγή αντρών συναδέλφων τους, επισημαίνοντας ότι δεν τους δόθηκε αιτιολόγηση για την απόφαση αυτή.
«Ο Σύνδεσμος Υπαξιωματικών υποστηρίζει πλήρη αποκατάσταση των αδικιών που έχουν γίνει στις γυναίκες υπαξιωματικούς τόσα χρόνια, να ληφθούν υπόψη τα χρόνια που έχουν χάσει μετά τα δύο χρόνια που θα δικαιούνταν κανονικά μονιμοποίηση, σε αντιστοιχία με τους άντρες συναδέλφους», πρόσθεσε, υπογραμμίζοντας ότι «ο Σύνδεσμος δε ζητά να αδικηθούν οι άντρες συνάδελφοι, ούτε ευθύνονται για τις αδικίες που έχει πράξει το Υπουργείο Άμυνας».
Εξέφρασε την ικανοποίηση του Συνδέσμου για τον τρόπο που χειρίζεται η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το θέμα, καθώς και τη βεβαιότητα ότι αν υπάρξει διαβούλευση με το Υπουργείο, θα βρεθεί λύση. Εξάλλου, κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής η κ. Μαρκουλίδου εξέφρασε διαφωνία για το μέτρο των μισθολογικών προσαυξήσεων που, όπως είπε, «είναι κάτι γελοίο». Πάντως, κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή, επισημάνθηκε ότι από την καταβολή της προσαύξησης των 54-70 ευρώ, αποκλείστηκαν οι συνταξιούχοι γυναίκες υπαξιωματικοί, παρά τη σύσταση της Επιτρόπου Διοικήσεως για συμπερίληψή τους.
Αρκετές από τις παραπονούμενες έχουν καταθέσεις προσφυγές εναντίον του κράτους για την εν λόγω υπόθεση, υποβάλλοντας κατά ομάδες τις διεκδικήσεις τους, οι οποίες εξειδικεύονται και διαφοροποιούνται ανάλογα με τη σειρά πρόσληψης. Ενδεικτικά, ενάγουσες της 3ης και 4ης σειρά, παρουσίασαν στην Επιτροπή στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία μονιμοποιήθηκαν 8-10 χρόνια αργότερα από άντρες συναδέλφους τους, με τους οποίους είχαν προσληφθεί την ίδια ημερομηνία. Αντίστοιχη καθυστέρηση αναφέρουν ότι είχαν και οι προαγωγές τους. Σύμφωνα με τα υπομνήματα που παρουσιάζουν οι συνήγοροι των εναγουσών, για την πλήρη αποκατάσταση των αρνητικών συνεπειών της διάκρισης αυτής, αξιώνουν αποζημιώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ.
Το Υπουργείο Άμυνας προχώρησε στην απόφαση για μισθολογικές προσαυξήσεις, μετά από εισήγηση της Επιτρόπου Διοικήσεως, για «διόρθωση στον μέγιστο δυνατό βαθμό των συνεπειών που έτυχαν διαχρονικά σε βάρος των παραπονουμένων».
Παράλληλα, η εκπρόσωπος του Υπουργείου στη συνεδρίαση, ανέφερε ότι αναμένεται η απόφαση των δικαστηρίων που εξετάζουν τις προσφυγές, για να διαφανεί κατά πόσο θα κληθεί το Υπουργείο να καταβάλει αποζημιώσεις. Μετά από ερώτηση της Προέδρου της Επιτροπής, η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας στη συνεδρίαση ανέφερε ότι η πρακτική σε περιπτώσεις τέτοιων προσφυγών είναι να προχωρά μία υπόθεση στο δικαστήριο, χωρίς να προκρίνεται διαδικασία συμβιβασμού από τη Νομική Υπηρεσία.
Εξάλλου, σε παρέμβασή του κατά τη συνεδρίαση, ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Χρίστος Χριστοφίδης, ανέφερε ότι σε απαντητική επιστολή που έλαβε από το Υπουργείο Άμυνας, σχετικά με το θέμα, έλαβε την απάντηση ότι «η μισθολογική αύξηση που παραχωρήθηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, αποτελεί το επιστέγασμα των προσπαθειών για πλήρη αποκατάσταση των υπαξιωματικών, εκτός βέβαια αν προκύψει άλλη υποχρέωση, μετά από αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου».
Για «κατάφωρη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη βάση της διάκρισης φύλου», έκανε λόγο σε δηλώσεις της μετά τη συνεδρίαση η Πρόεδρος της Επιτροπής και Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, υπογραμμίζοντας ότι συνιστά «απαράδεχτο γεγονός» για ένα ευρωπαϊκό κράτος. Σημείωσε, δε, ότι η Επιτροπή επικοινώνησε με τον Υπουργό Άμυνας επιδιώκοντας συνάντηση μαζί του, ώστε να προχωρήσουν οι διαβουλεύσεις με τους εμπλεκόμενους φορείς, σε συνεργασία με την Επίτροπο Ισότητας και την Επίτροπο Διοίκησης.
Εξέφρασε τη θέση ότι η συμβιβαστική λύση του Υπουργείου Άμυνας για παραχώρηση μιας προσαύξησης €50 – €70 δεν αποτελεί αποκατάσταση του δικαίου, λέγοντας ότι «οι γυναίκες υπαξιωματικοί δεν είναι επαίτες, διεκδικούν τα δικαιώματα τους την ίση μεταχείριση ως εκ τούτου η συμβιβαστική πρόταση κάθε άλλο παρά τις ικανοποιεί».
Σημείωσε, ακόμα, ότι η Νομική Υπηρεσία, ως σύμβουλος του Κράτους και δεδομένης της έκθεσης της Επιτρόπου Διοικήσεως θα έπρεπε μέχρι σήμερα να είχε συμβουλεύσει τους εκάστοτε Υπουργούς Άμυνας για τον τρόπο διαχείρισης του ζητήματος, ώστε να αποφευχθούν περιττά δικαστικά έξοδα που θα επιβαρύνουν τους φορολογούμενους.
«Όλοι οι συνάδελφοι μέλη της επιτροπής, είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε τις προσπάθειες μέχρι τέλους», είπε η κ. Χαραλαμπίδου, προσθέτοντας ότι, όπως παραδέχτηκαν και οι νομικοί που εκπροσωπούν τις ενάγουσες, το θέμα εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ίσων Ευκαιριών μεταξύ Ανδρών και Γυναικών. Κατά τη συνεδρίαση, είχε αναφερθεί σε κρούσεις που είχαν γίνει εκ μέρους συναδέλφων της προς τις υπαξιωματικούς, που υποδείκνυαν ως αρμόδια για το εν λόγω θέμα την Επιτροπή Άμυνας. Ερωτηθείσα για τα κίνητρα μίας τέτοιας τοποθέτησης, η κ. Χαραλαμπίδου είπε ότι «μόνο κάποιος με παντελή έλλειψη γνώσης του πεδίου εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα μπορούσε να το ισχυριστεί».
Απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, είπε ότι το κόστος των αποζημιώσεων που αξιώνουν οι ενάγουσες, σύμφωνα με υπολογισμούς των νομικών εκπροσώπων των επηρεαζόμενων, ανέρχεται περίπου στις €450 χιλ., επιφυλάχθηκε, όμως, για την ακρίβεια στον υπολογισμό του ποσού, αφού δεν έχει γίνει αναλογιστική μελέτη εκ μέρους του Υπουργείου Οικονομικών. «Υπενθυμίζω, όμως, ότι παλαιότερα το Κοινοβούλιο είχε εγκρίνει την αναδρομική αναγνώριση συντάξιμης υπηρεσίας και άλλων ωφελημάτων αρκετών εκατομμυρίων για άλλη υπόθεση», σημείωσε, προσθέτοντας ότι εκείνη «κάθε άλλο παρά αφορούσε στην αποκατάσταση άνισης μεταχείρισης».
Σε ερώτηση για το κατά πόσο μπορεί το θέμα να θεωρείται λήξαν για το Υπουργείο, απάντησε ότι από την στιγμή που εκκρεμεί δικαστική απόφαση σε προσφυγές των επηρεαζόμενων, δεν έχει λήξει κάτι. Σημείωσε, ακόμα, ότι η Επιτροπή ζήτησε από την κάθε σειρά γυναικών υπαξιωματικών, να καταθέσει έκθεση που να καταδεικνύει τις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών ως προς τις απολαβές και τα ωφελήματα όλα αυτά τα χρόνια, κάτι που έγινε.
«Από τη στιγμή που η Εθνική Φρουρά αποφάσισε να ανοίξει τις πόρτες, στις γυναίκες θα έπρεπε να ήταν έτοιμο το στράτευμα να παραχωρήσει τα ίδια ωφελήματα και να αντιμετωπίσει με τον ίδιο τρόπο τι γυναίκες, όπως και τους άντρες συναδέλφους τους», κατέληξε.
Σε δηλώσεις της μετά τη συνεδρίαση, η Βουλευτής του ΔΗΣΥ Ρίτα Θεοδώρου Σούπερμαν, υπογράμμισε ότι το Υπουργείο «μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας οφείλει να διαχειριστεί το θέμα για κάθε σειρά ξεχωριστά, με τα δικά της δεδομένα, και να λάβει άλλες αποφάσεις». Εξέφρασε, ακόμα, την άποψη ότι το Υπουργείο θα πρέπει να προβεί σε έρευνα και εισηγήσεις για κάθε σειρά. «Η απόφαση για μία προσαύξηση σε όλες, δεικνύει μία απαράδεκτη και πρόχειρη προσέγγιση», σημείωσε, λέγοντας ότι η απόφαση προέκυψε χωρίς διαβούλευση μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.
Ο Βουλευτής της ΔΗΠΑ, Αλέκος Τρυφωνίδης, ανέφερε στις δηλώσεις του ότι υπήρξε άνιση μεταχείριση, αμοιβή και συνταξιοδότηση γυναικών υπαξιωματικών. Επεσήμανε ότι από τις προσαυξήσεις που δόθηκαν, οι συνταξιούχες δεν έχουν πάρει τίποτα, «γιατί από ασυνεννοησία των ΥΠΑΜ και ΥΠΟΙΚ χρειάζονται και άλλες αλλαγές στη νομοθεσία», όπως είπε, ενώ χαρακτήρισε την προσαύξηση «μη ικανοποιητική». Είπε ότι οι προσπάθειες θα συνεχιστούν, με συνεργασία των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών Άμυνας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «για να δοθεί πλήρης δικαίωση των γυναικών υπαξιωματικών».
Πρόσθεσε ότι είχε επικοινωνία με τον Υπουργό Άμυνας, πριν ακόμα την ανάληψη καθηκόντων, και ότι επεσήμανε το πρόβλημα που εκκρεμεί. «Ζήτησε μερικές μέρες να ενημερωθεί και θα κληθεί στην Επιτροπή Άμυνας και σε όποια άλλη Επιτροπή χρειαστεί, ώστε να γίνει διεξοδική συζήτηση και να βρούμε την τελική λύση για να λήξει το θέμα», κατέληξε.
Η Βουλευτής των Οικολόγων, Αλεξάνδρα Ατταλίδου, ανέδειξε ως «σημείο κλειδί» της διάκρισης προς τις γυναίκες υπαξιωματικούς, την τροποποίηση της νομοθεσίας το 1996, σύμφωνα με την οποία τα απαιτούμενα χρόνια για προαγωγή ανήλθαν στα έξι, αφήνοντας τις γυναίκες στάσιμες, ενώ οι άντρες συνάδελφοί τους λάμβαναν προαγωγές. Αυτό, όπως είπε η κ. Ατταλίδου, το επιβεβαιώνει η έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως.
«Η ισότητα των φύλων σε όλους τους τομείς της οικονομικής ζωής, αποτελεί όχι μόνο νομική αρχή και απλή διακήρυξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά σημαντική υποχρέωση του κράτους, για να διασφαλίζεται η ισότιμη αντιμετώπιση όλων των πολιτών», υπογράμμισε. Κάλεσε, τέλος, το Υπουργείο Άμυνας και τη Νομική Υπηρεσία «να σταματήσουν την κωλυσιεργία που ταλαιπωρεί και εξουθενώνει ψυχολογικά τις γυναίκες που αδικήθηκαν και να προχωρήσει σε άμεσες αποφάσεις που θα δώσουν τέλος στην αδικία». Κατέληξε ότι το κράτος οφείλει να θέσει σε προτεραιότητα την ισότητα και την ανάληψη ευθύνης.