Νέα έρευνα του Πανεπιστημίου Κύπρου για τη μετάδοση ασθενειών σε οθόνες αφής σε ένα αεροδρόμιο βρήκε ότι το πρώτο και το δεύτερο άτομο που θα χρησιμοποιήσουν μια οθόνη αφής αμέσως μετά την χρήση της από κάποιο μολυσματικό επιβάτη, έχουν αυξημένη πιθανότητα να μεταφέρουν τον ιό στα χέρια τους, με αποτέλεσμα να μειώνεται σημαντικά η πιθανότητα μόλυνσης για το τρίτο άτομο που θα χρησιμοποιήσει την οθόνη. Σε δελτίο Τύπου του Πανεπιστήμιου Κύπρου αναφέρεται ότι νέα μελέτη, με συμμετοχή του Δρ Ορέστη Γεωργίου, Marie S. Curie Fellow και μεταδιδακτορικού ερευνητή στην ερευνητική ομάδα ‘”IRIDA” του Πανεπιστήμιο Κύπρου και του Δρ. Χρίστου Νικολαΐδη, Επίκουρου Καθηγητή στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Κύπρου, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο έγκριτο επιστημονικό́ περιοδικό́ “Royal Society Open Science”, και με τίτλο ‘Modelling Disease Transmission from Touchscreen User Interfaces’, οι ερευνητές προσομοίωσαν αλληλεπιδράσεις επιβατών σε ένα αεροδρόμιο με ένα δίκτυο οθονών αφής επιτρέποντάς τους να διερευνήσουν τις διάφορες παραμέτρους που μπορεί να επηρεάσουν τη μεταφορά μολυσματικών ασθενειών. Προστίθεται πως ένα από τα ενδιαφέροντα ευρήματα της μελέτης είναι ότι το πρώτο και το δεύτερο άτομο που θα χρησιμοποιήσουν μια οθόνη αφής αμέσως μετά την χρήση της από κάποιο μολυσματικό επιβάτη, έχουν αυξημένη πιθανότητα να μεταφέρουν τον ιό στα χέρια τους, με αποτέλεσμα να μειώνεται σημαντικά η πιθανότητα μόλυνσης για το τρίτο άτομο που θα χρησιμοποιήσει την οθόνη. Όπως αναφέρει ο Δρ Γεωργίου, τα πρώτα δυο άτομα που χρησιμοποιούν την οθόνη αφής ουσιαστικά την «καθαρίζουν» απορροφώντας τα περισσότερα από τα παθογόνα στα δάχτυλά τους και εμποδίζοντας έτσι τους επόμενους χρήστες να πάρουν σημαντικό μολυσματικό φορτίο.
Η μελέτη επικεντρώθηκε επίσης στη συχνότητα καθαρισμού των επιφανειών στις οθόνες αφής και κατά πόσο το συχνό καθάρισμα μπορεί να αποτρέψει τη μετάδοση. «Δυστυχώς ο ρυθμός καθαρισμού αυτών των επιφανειών που απαιτείται για την πλήρη εξάλειψη της πιθανότητας εξάπλωσης είναι απαγορευτικά υψηλός» αναφέρει ο Επικ. Καθ. Χρίστος Νικολαΐδης, συνιστώντας την εξέταση εναλλακτικών τεχνολογικών λύσεων για τον σωστό μετριασμό του κινδύνου. Στο δελτίο Τύπου αναφέρεται επίσης ότι η μελέτη έχει εκπονηθεί σε συνεργασία με τον επιστήμονα Andrew DiBattista από τη εταιρεία Ultraleap στο Ηνωμένο Βασίλειο και έχει χρηματοδοτηθεί από την Ultraleap και από τις δράσεις Marie Skłodowska-Curie έργα NEWSENs (787180) και NISHealth (786247).
*Φωτογραφία από AP