“Nαι” στην αύξηση των ποινών για επιχειρηματίες που παραβιάζουν τους κανονισμούς και τις οδηγίες στη βάση του Περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου είπε η Ολομέλεια της Βουλής. Υπέρ τάχθηκαν 46 βουλευτές και εναντίον έξι, ενώ δεν υπήρξε καμία αποχή.
Με βάση το νομοσχέδιο, οι ποινές διαμορφώνονται ως εξής:
Αναφορικά με την έκδοση ειδοποίησης απαγόρευσης της χρήσης υποστατικού, επιχείρησης ή χώρου όπου διεξάγεται οικονομική δραστηριότητα, περιλαμβάνονται οι ακόλουθες ρυθμίσεις:
α. Παρέχεται δυνατότητα σε μέλος της Αστυνομίας το οποίο έχει τη γνώμη ότι υποστατικό, επιχείρηση ή χώρος όπου διεξάγεται οικονομική δραστηριότητα, σε σχέση με αγαθά ή υπηρεσίες, λειτουργεί κατά παράβαση των όρων ή των προϋποθέσεων ή των μέτρων που καθορίζονται σε Κανονισμούς και/ή Διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει του περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου, να εκδώσει και κοινοποιήσει, κατ’ εντολήν του Αρχηγού Αστυνομίας, προς τον ιδιοκτήτη ή τον διαχειριστή ή τους εκπροσώπους τους ή το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο, ειδοποίηση απαγόρευσης της χρήσης υποστατικού, της επιχείρησης ή του χώρου, για χρονική περίοδο που προβλέπεται στην ειδοποίηση, η οποία δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες.
β. Η ειδοποίηση απαγόρευσης μπορεί να αποσυρθεί από το μέλος της Αστυνομίας, κατ’ εντολή του Αρχηγού Αστυνομίας, σε οποιοδήποτε χρόνο.
γ. Παρέχεται δυνατότητα σε πρόσωπο το οποίο θεωρεί ότι έχει αδικηθεί από την έκδοση ειδοποίησης απαγόρευσης να προσφύγει στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, εντός επτά ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της ειδοποίησης απαγόρευσης, με αίτηση για ανάκληση ή για τροποποίησή της. Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής, η ειδοποίηση απαγόρευσης εξακολουθεί να ισχύει, εκτός αν τροποποιηθεί ή ανακληθεί από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.
δ. Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ειδοποίηση απαγόρευσης είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται στις προβλεπόμενες στον νόμο ποινές.
3. Παρέχεται δυνατότητα σε μέλος της Αστυνομίας να εισέρχεται ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση σε οποιοδήποτε υποστατικό, επιχείρηση ή χώρο όπου διεξάγεται οικονομική δραστηριότητα, σε σχέση με αγαθά ή υπηρεσίες, στα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι διαπράττεται αδίκημα με βάση τον νόμο, με εξαίρεση οικιακά υποστατικά για τα οποία απαιτείται η συγκατάθεση του κατόχου τους ή σχετικό διάταγμα δικαστηρίου.