Τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν και προσδιορίζουν το δημόσιο συμφέρον επιβάλλεται – προς τον σκοπό προστασίας του ατομικού συμφέροντος του επηρεαζομένου και, συνακόλουθου, δικαστικού ελέγχου – να καθορίζονται και να εξειδικεύονται και μέσα από αυτά, διάφανα, να αναδύεται η εξυπηρέτησή του, δήλωσε την Τρίτη ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αντώνης Ρ. Λιάτσος.
Στον χαιρετισμό του στο εναρκτήριο συνέδριο της Ακαδημίας της Νομικής Υπηρεσίας με τίτλο “Η έννοια του δημόσιου συμφέροντος” που πραγματοποιείται στη Λευκωσία, ο κ. Λιάτσος πρόσθεσε ότι τότε και μόνο, η έννοια του δημοσίου συμφέροντος αποκτά «πρακτική, χειροπιαστή σημασία» και μετουσιώνεται σε στέρεα νομιμοποιητική βάση, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε αυθαιρεσία της Διοίκησης.
Αναφερόμενος στην ίδρυση της Ακαδημίας της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, είπε ότι εύστοχα “θα συμβάλει στην αναβάθμιση του θεσμικού ρόλου της Νομικής Υπηρεσίας, αλλά και στην αποδοτικότερη επιτέλεση των καθηκόντων των λειτουργών της”.
Περαιτέρω, μέσω της εκπαίδευσης λειτουργών του δημόσιου τομέα σε θέματα που χειρίζεται η Νομική Υπηρεσία, παρέχεται η δυνατότητα καλύτερης αντίληψης του αντικειμένου και αποτελεσματικότερης λειτουργίας του κρατικού τομέα σε ιδιαίτερα ευαίσθητα και σημαντικά για τη χώρα μας ζητήματα.
Σημείωσε ότι το συνέδριο, πραγματεύεται μια, διαχρονικά, καίρια νομική έννοια. Την έννοια του δημοσίου συμφέροντος στην κυπριακή έννομη τάξη, αλλά και πέραν αυτής, προσθέτοντας ότι το δημόσιο συμφέρον αποτελεί μια αόριστη, ρευστή, νομική έννοια, με βάση την οποία νομιμοποιείται και οριοθετείται η δράση της δημόσιας εξουσίας.
Ιδεατά, το δημόσιο συμφέρον, ως η έκφραση του υπέρτερου, της γενικής για το σύνολο ωφέλειας, θα πρέπει να αποτυπώνει το συμφέρον της ολότητας του κοινωνικού ιστού, είπε ο Πρόεδρος του Ανωτάτου, προσθέτοντας ότι τυχόν καταχρηστική ή προσχηματική επίκλησή του, επιδρά καταλυτικά στην αποτελεσματική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και πλήττει τον σκληρό πυρήνα του κράτους δικαίου.
Είναι για θεμελιακούς, λοιπόν, λόγους, ταυτισμένους με την ισονομία και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να δικαιολογεί απαλλαγή από την αρχή της νομιμότητας, ούτε και αποτελεί, κατά τη νομολογία μας, «στέγαστρο για την παράκαμψη του νόμου, με τον οποίο κατά κανόνα ταυτίζεται».