Σήμερα, και ενώ η προσοχή έχει πλέον στραφεί προς την προεκλογική διαδικασία, βρισκόμαστε στο μέσο μίας ακόμα προσωρινής αναστολής εκποιήσεων. Ακόμα κι αν η Βουλή αντισταθεί στον πειρασμό για ανανέωση της αναστολής εν όψει εκλογών, η οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη στη διαδικασία των «προσωρινών» αλλά επαναλαμβανόμενων «λύσεων» – μια διαδικασία που εξελίσσεται σε σοβαρό πρόβλημα για την οικονομία. Αν, μάλιστα, ληφθούν υπόψη οι δύσκολες συνθήκες, τα αυξημένα ρίσκα και οι εντεινόμενες πιέσεις που διαμορφώνονται για το 2023, η εικόνα καθίσταται ιδιαίτερα ανησυχητική.
Σημειώνεται επίσης η ανησυχητική παρατήρηση πως η αναζήτηση προσωρινών λύσεων στα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα έχει πλέον υιοθετηθεί ως υπόθεση εργασίας στα μοντέλα εκτιμήσεων για την πορεία της Κύπρου από οργανισμούς που αξιολογούν την οικονομία μας, τόσο στη σφαίρα των αγορών όσο και στη σφαίρα των κρατικών, διακρατικών και διεθνών οργανισμών. Εκτιμάται πλέον πως σε περιόδους πιέσεων (όπως εκείνες που αναμένονται μέσα στο 2023), η Κύπρος τείνει να λαμβάνει βεβιασμένα μέτρα χωρίς σοβαρή εκ των προτέρων ανάλυση. Αυτή η εκτίμηση αποτελεί πλέον ουσιώδη υπόθεση εργασίας στα μοντέλα αξιολόγησης της Κύπρου.
Η υπόθεση εργασίας πως στην κυπριακή οικονομία θα προκύψουν ταχείες αλλά καθόλου αναλυμένες και καθόλου κοστολογημένες αποφάσεις μόλις παρατηρηθούν δυσκολίες στην οικονομία, παρουσιάζεται πλέον ξεκάθαρα, τόσο στην ποιοτική ανάλυση όσο και στους μηχανισμούς και μοντέλα εκτίμησης ρίσκου, περιλαμβανομένου και του πολιτικού ρίσκου για την κυπριακή οικονομία.
Ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα της προστασίας των δανειοληπτών, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η κοινωνική διάσταση των εκποιήσεων είναι σοβαρή και απαιτείται η προστασία των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, τόσο νοικοκυριών όσο και μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το γεγονός ότι έχουν γίνει λάθη από πλευράς των πιστωτικών ιδρυμάτων επιβεβαιώνεται επίσης από διαφωνίες και αντιρρήσεις που μαίνονται τα τελευταία χρόνια εντός των ίδιων των πιστωτικών οργανισμών σε σχέση με την προσέγγισή τους στο όλο θέμα. Τα στελέχη που στηρίζουν την πιο κοινωνικά υπεύθυνη προσέγγιση, όμως, χρειάζονται σήμερα στήριξη για να πετύχουν μια «τελική νίκη» στην όλη εσωτερική τους διαμάχη.
Η απόφαση για προσωρινές αλλά επαναλαμβανόμενες αναστολές εκποιήσεων επηρεάζει σημαντικά την εκτίμηση της αξίας των εξασφαλίσεων, τόσο από τους οίκους αξιολόγησης όσο και από τις εποπτικές αρχές, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σημαντική δυσχέρεια στην παραχώρηση πιστώσεων σε άτομα και επιχειρήσεις με μικρό οικονομικό εκτόπισμα.
Κατηγορίες δανειοληπτών όπως τα νεαρά ζευγάρια και τις μικρές επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωποι με αυξημένες απαιτήσεις εξασφαλίσεων ή/και συμβολής που θα είναι υψηλότερη από το ελάχιστο εποπτικό απαιτούμενο, με αποτέλεσμα ουσιαστικά να αποκλείονται από τη χρηματοδότηση.
Επιπλέον, ο υπολογισμός του σημαντικότατου δείκτη της ζημιάς σε περίπτωση αθέτησης του δανεισμού είναι πλέον αυξημένος μετά τις σχετικές αποφάσεις της Βουλής με αντίκτυπο στις εξασφαλίσεις, τη συνδρομή αλλά και τα επιτόκια καθώς οι τράπεζες θα είναι υποχρεωμένες να τιμολογήσουν το σχετικό ρίσκο.
Έτσι, το κόστος του ρίσκου στην Κύπρο είναι ήδη αυξημένο, όπως είναι και ο λόγος του κόστους προς έσοδα. Το κόστος του ρίσκου εκτιμάται κατά το β΄ τρίμηνο του 2022 στο 1.34% έναντι του αστάθμητου μέσου όρου της ευρωζώνης που βρίσκεται στο 0.5%. Δεν πρέπει να αποτελέσει έκπληξη, δε, μια πιθανή αύξηση του συγκεκριμένου δείκτη μετά τις σχετικές αποφάσεις, που να τον θέτει για την Κύπρο κοντά στο τριπλάσιο της υπόλοιπης ευρωζώνης.
Ο συγκεκριμένος δείκτης αποτελεί κεντρική παράμετρο στην τιμολόγηση του δανεισμού και επηρεάζει εποπτικά την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να τιμολογήσουν τον δανεισμό που παρέχουν στην οικονομία. Με την αύξηση του Κόστους του Ρίσκου, η αύξηση των επιτοκίων δεν βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια των τραπεζών, οι οποίες οφείλουν να τιμολογήσουν το αυξημένο αυτό κόστος στα επιτόκιά τους. Πρέπει, επομένως, να θεωρείται δεδομένο πως αποτελεί κεντρική αιτία για την αύξηση των δανειστικών επιτοκίων στην Κύπρο σε σύγκριση με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Απόκλιση καταγράφεται επίσης στις εποπτικές σταθμίσεις του ρίσκου, τόσο για τα επιχειρηματικά δάνεια, όσο και για τα ενυπόθηκα προς τα νοικοκυριά.
Σε τελική ανάλυση, αποφάσεις όπως την προσωρινή αλλά συνεχή αναστολή εκποιήσεων οδηγούν εν τέλει, όχι μόνο σε αποκλεισμό των πιο ευάλωτων από τον δανεισμό, αλλά και σε συλλογική αύξηση των επιτοκίων, χωρίς να μπορεί κάτι τέτοιο να αποφευχθεί καθώς θα αποτελούσε κακή τιμολόγηση εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων και απόκλισή τους από τους κανόνες ορθολογικής διαχείρισης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Με δεδομένη την ούτως ή άλλως αύξηση των επιτοκίων στην ευρωπαϊκή οικονομία, αυτό το γεγονός επιδεινώνει για την Κύπρο ένα ήδη επιδεινούμενο πρόβλημα. Ο αντίκτυπος στους δανειολήπτες αλλά και στην πιστωτική επέκταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητικός σε μια περίοδο αυξημένου πιστωτικού ρίσκου και υψηλών πιέσεων στην οικονομική ανάπτυξη. Σε κάθε περίπτωση, το κόστους που προκύπτει από τις συνεχείς αλλά «προσωρινές» αναστολές των εκποιήσεων, είναι εύκολα διαχειρίσιμο για το τραπεζικό σύστημα. Το κοινωνικό κόστος και οι οικονομικές προεκτάσεις, όμως, είναι δυσβάστακτες για τους ευάλωτους -τόσο νοικοκυριά όσο και επιχειρήσεις- που έχουν ανάγκη νέο δανεισμό.
Πέρα από την αβεβαιότητα που δημιουργείται με τις προσωρινές αλλά συνεχείς αναστολές, δημιουργούνται προβλήματα μακροοικονομικής ανάπτυξης, ενώ το κοινωνικό πρόβλημα απλά μετατοπίζεται στους νέους δανειολήπτες (και δη τους νεαρούς) και τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν δυσκολότερο και ακριβότερο δανεισμό. Μετατοπίζεται, δηλαδή, από κοινωνικές ομάδες που έχουν πολιτικό εκτόπισμα, προς ομάδες που δεν είναι οργανωμένες για να έχουν κοινή φωνή, όπως νεαρά ζευγάρια, φτωχά νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις που βρίσκονται σε αναζήτηση δανεισμού.
Άσχετα με το πολιτικό ημερολόγιο, πρέπει να αναλυθούν προσεκτικά οι επιλογές στήριξης των ευάλωτων ομάδων, όχι μόνο αναφορικά με τους υφιστάμενους δανειολήπτες αλλά και σε σχέση με νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που είναι σήμερα ή θα είναι σύντομα σε αναζήτηση πιστώσεων. Αν το πολιτικό σύστημα είναι αντιμέτωπο με εκλογές, οι ανάγκες της οικονομίας δεν θα περιμένουν μέχρι να κατασταλάξουν οι πολιτικές συνθήκες στα τέλη του α’ τριμήνου του έτους. Υφίστανται ήδη ορισμένες εισηγήσεις, των οποίων η αναφορά δεν είναι της παρούσης, οι οποίες όμως πρέπει να συζητηθούν λεπτομερώς, ενώ ο κυβερνητικός σχεδιασμός (δάνειο-έναντι-δόσης) επίσης εκκρεμεί. Και, η λεπτομερής συζήτηση, με την συμμετοχή φορέων που κατέχουν την αναγκαία τεχνογνωσία για να βρεθεί μια ολοκληρωτική επίλυση του ζητήματα, είναι το πιο σημαντικό από τα ζητούμενα.
Μεταξύ αυτών μπορεί να είναι ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος, το Συμβούλιο Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας ή/και η Κεντρική Τράπεζα, έχοντας πάντα υπόψη πως οι δυνητικοί δανειολήπτες, οι μικρομεσαίοι και οι ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού που αποκλείονται από την αγορά πιστώσεων, δεν έχουν μηχανισμούς εκπροσώπησης.
Ασχέτως, όμως, των φορέων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάλυση των υφιστάμενων προτάσεων, και ασχέτως του ποιος μπορεί να έχει την πολιτική ευθύνη για την καθυστέρηση, το σημαντικότερο είναι να διασφαλιστεί μια μόνιμη πλέον ρύθμιση, που να μην αποκλείει ευάλωτους δανειολήπτες από την αγορά πιστώσεων, να μην επιδεινώνει τους δείκτες που αυξάνουν τα επιτόκια και να μην επηρεάζει την πιστωτική επέκταση και επομένως την οικονομική ανάπτυξη σε μια χρονιά η οποία αρχίζει με έντονες ανησυχίες και πολλές δυσκολίες.
Πάνω από όλα, οι προσωρινές αλλά επαναλαμβανόμενες αποφάσεις επιδεινώνουν την αβεβαιότητα και αποτελούν σοβαρό πρόβλημα καθώς οι αξιολογήσεις της κυπριακής οικονομίας πλέον λαμβάνουν υπόψη την τάση για λήψη μέτρων χωρίς ενδελεχή ανάλυση.
Στόχος μας θα πρέπει να είναι η προστασία των ευάλωτων δανειοληπτών, χωρίς όμως να επηρεάζουν αρνητικά σημαντικοί εποπτικοί δείκτες, περιλαμβανομένης της αξίας των εξασφαλίσεων, της εκτίμησης της ζημιάς σε περίπτωση αθέτησης και του κόστους του ρίσκου. Οι αυξήσεις των εν λόγω δεικτών οδηγούν σε ουσιαστικό αποκλεισμό από την αγορά πιστώσεων πολλών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ενώ διευρύνουν την ψαλίδα μεταξύ των επιτοκίων που επικρατούν στην Κύπρο σε σχέση με εκείνα που επικρατούν στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Μια νέα «προσωρινή» αλλά επαναλαμβανόμενη λύση στο θέμα θα μεταφραστεί σε νέα αυξητική πίεση στα επιτόκια, αλλά και σε επιδείνωση του αποκλεισμού των πιο ευάλωτων από την αγορά πιστώσεων, σε μια περίοδο κατά την οποία η ανάπτυξη κινδυνεύει. Το γεγονός ότι οι πληγέντες δεν έχουν μηχανισμούς άσκησης πολιτικής επιρροής ή εκπροσώπησης, δεν μπορεί άλλο να αποτελεί κεντρική αιτία για μετατόπιση του κόστους σε αυτούς.