Πιθανότητα δυσμενούς διάκρισης προς ομάδα Συμβασιούχων Υπαξιωματικών, εντοπίζουν σε άρθρο τους οι Δρ. Ανδρέας Χατζηγεωργίου, Λέκτορας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και Κρίτων Τορναρίτης, Δικηγόρος, σε σχέση με το Επαγγελματικό Σχέδιο Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων των Υπαλλήλων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, που ψηφίστηκε από τη βουλή την περασμένη Παρασκευή.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρουν, «εν απουσία ορθής και πλήρους δημόσιας διαβούλευσης, υπάρχει η ορατή πιθανότητα το νέο σχέδιο να «μην συμφέρει» σε όλους το ίδιο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται δυσμενής και αυθαίρετη διάκριση εναντίον κάποιων ομάδων», καθώς «ο Σύνδεσμος Υπαξιωματικών Κυπριακού Στρατού αποκλείστηκε από τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης». Στο άρθρο τονίζονται και αναλύονται τρία σημεία ανησυχίας.
Διαβάστε αυτούσιο το άρθρο:Την Παρασκευή 2/12/2022 ψηφίστηκε ομόφωνα από τη βουλή το νέο Επαγγελματικό Σχέδιο Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων των Υπαλλήλων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα. Το νομοσχέδιο αυτό αποτελεί προσπάθεια 10 και πλέον χρόνων, και πολλοί το χαιρετίζουν ως πρόοδο στον τομέα των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, όμως ίσως θα έπρεπε να μας προβληματίζει.
Παρά το μεγάλο ιστορικό του νομοσχεδίου αυτού, η διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης που ακολουθήθηκε και η ενημέρωση που έτυχε το κοινό και οι επηρεαζόμενες ομάδες, πιθανόν να ήταν ελλιπείς ή/και προβληματική. Ακριβώς επειδή οι εργαζόμενοι που καλύπτονται από το καινούργιο σχέδιο προέρχονται από διαφορετικές ομάδες εργαζομένων οι οποίες πριν απολάμβαναν διαφορετικές ρυθμίσεις ή/και προνόμια, υπήρχε η επαυξημένη υποχρέωση να τεθεί με αυστηρότητα σε δημόσια διαβούλευση ώστε να ενημερωθούν όλες οι επηρεαζόμενες ομάδες εργαζομένων, και να μπορέσουν να μελετήσουν τις ρυθμίσεις που τις αφορούν, ώστε να τοποθετηθούν επί της ουσίας. Εν απουσία ορθής και πλήρους δημόσιας διαβούλευσης, υπάρχει η ορατή πιθανότητα το νέο σχέδιο να «μην συμφέρει» σε όλους το ίδιο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται δυσμενής και αυθαίρετη διάκριση εναντίον κάποιων ομάδων.
Σφοδρό παράδειγμα τέτοιας διάκρισης φαίνεται να έτυχε ομάδα Συμβασιούχων Υπαξιωματικών (ΣΥΠ), και εξηγούμε. Ο Σύνδεσμος Υπαξιωματικών Κυπριακού Στρατού (ΣΥΚΣ), (μεταξύ άλλων) με επιστολή του προς τις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές Οικονομικών και Άμυνας, ημερ. 28/11/22, παραπονέθηκε/διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι αρχικά αποκλείστηκε από τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης, ενώ αργότερα όταν συμμετείχε δεν δόθηκαν αρκετά δεδομένα ώστε να μπορούν να τοποθετηθούν επί της ουσίας, με αποτέλεσμα η παρουσία τους και οι συναντήσεις που έγιναν να δίδουν την εντύπωση ότι συμμετείχαν ουσιαστικά στην διαβούλευση, πράγμα ίσως να μην ισχύει. Περαιτέρω, ομάδα ΣΥΠ, ιδιωτικά μέσω του γραφείου μας, απέστειλε επιστολή προς την Βουλή των Αντιπροσώπων και την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, ημερ. 02/12/22, με την οποία έθεσε συγκεκριμένα σημεία που ανησυχούν ιδιαίτερα και τα οποία θα έπρεπε να εξεταστούν περαιτέρω και με περισσότερη λεπτομέρεια, πριν την ψήφιση του νόμου.
Πιο συγκεκριμένα, η επιστολή θέτει 3 σημεία ανησυχίας:
1. Κατάργηση του Δικαιώματος ανανέωσης της σύμβασης των ΣΥΠ για 2 διαδοχικές τριετίες από τη συμπλήρωση του 57ου έτους της ηλικίας τους. Σύμφωνα με την ομάδα ΣΥΠ, το δικαίωμα αυτό (για 2 διαδοχικές τριετείς ανανεώσεις της σύμβασής τους από το 57ο έτος ηλικίας τους μέχρι και το 63ο) δόθηκε ως αντιστάθμισα για το ειδικό επίδομα που λάμβαναν με βάση της σύμβαση που είχαν υπογράψει με τον Υπουργό Άμυνας και το οποίο τερματίστηκε. Αφής στιγμής δεν έχει επαναφερθεί η καταβολή του εν λόγω ειδικού επιδόματος, θα έπρεπε να προστατευθεί και να διατηρηθεί το δικαίωμα αυτό με ιδιαίτερη αυστηρότητα. Αντίθετα, όμως, με την ένταξη των ΣΥΠ στο νέο συνταξιοδοτικό σχέδιο, αποφασίστηκε ο ταυτόχρονος τερματισμός του δικαιώματος αυτού, χωρίς να δίδεται κάποια πρόσθετη αποζημίωση.
2. Μείωση της ετήσιας σύνταξης και του εφάπαξ κάποιων ομάδων ΣΥΠ. Ο ΣΥΚΣ ζήτησε επανειλημμένα παραδείγματα για τον υπολογισμό των συντάξεων και του εφάπαξ που θα λάβουν διάφορες ομάδες ΣΥΠ (αναλόγως του έτους γέννησης και το έτος αφυπηρέτησης) στη βάση του τρόπου υπολογισμού που προωθεί το νέο νομοσχέδιο. Μετά από πολλές πιέσεις, στάλθηκε στις 30/11/2022 πίνακας ο οποίος βασίστηκε σε μία ενδεικτική επιλογή 12 ατόμων. Από τα 12 άτομα, τουλάχιστον 3 θα λαμβάνουν σύνταξη κάτω των 1,000 ευρώ/μήνα, με τη χαμηλότερη να αγγίζει μόλις τα 756 ευρώ/μήνα. Η ομάδα ΣΥΠ θεωρεί πως η μηνιαία σύνταξη και το εφάπαξ ποσό που θα λάμβαναν με βάση τη προηγούμενη νομοθεσία έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 25-30%, με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία, το οποίο αποτελεί ένα δυσανάλογο βάρος το οποίο επωμίζεται άνισα μόνο μία ομάδα ατόμων.
3. Μη συμπερίληψη του Ειδικού Επιδόματος που λάμβαναν οι ΣΥΠ ως «συντάξιμες απολαβές». Στη βάση του ερμηνευτικού άρθρου 2 του νέου νόμου, στο σημείο-έννοια «συντάξιμες απολαβές» παρατηρούμε πως, ενώ συμπεριλήφθηκαν τα επιδόματα καλής διαγωγής και αξίας που δίδονται σε αστυνομικούς και το επίδομα καλής διαγωγής που δίδεται σε δεσμοφύλακες, το ειδικό επίδομα που διδόταν στους ΣΥΠ δεν συμπεριλήφθηκε – και αυτό κατά παράβαση της αρχής της ισότητας. Η συμπερίληψη του θα βελτίωνε, έστω και οριακά, το τελικό ποσό της δικαιούμενης ετήσιας σύνταξης, η οποία (τουλάχιστον για κάποιες ομάδες ΣΥΠ) μειώνεται αισθητά και άνισα.
Παρά τα πιο πάνω, η Βουλή αποφάσισε να ψηφίσει το εν λόγω νομοσχέδιο. Όμως με δηλώσεις που αφορούν συγκεκριμένα τους ΣΥΠ (ή τουλάχιστον μία ομάδα ΣΥΠ) φαίνεται να αναγνωρίστηκε ρητά αυτή η «αδικία» όπως ονομάστηκε. Για παράδειγμα, σε σχετικό δημοσίευμα (εδώ και εδώ) αναφέρθηκε η εξής δήλωση του κ. Κάρουλλα (ΔΥΣΗ): «Αναγνωρίζουμε ότι ένας αριθμός 80 ατόμων, η σύνταξη τους και το εφάπαξ τους αποκλίνει από τον μέσο όρο της πλειοψηφίας των Συμβασιούχων Υπαξιωματικών», ενώ σημείωσε ότι αυτή η κατηγορία αυτή θα πρέπει να εξετάσει «με ένα θετικό μάτι αν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη δυνατότητα για να μειωθεί αυτή η απόκλιση πάντα μέσα στα πλαίσια των νομοθεσιών και των δημοσιονομικών πλαισίων». Ενώ ο βουλευτής κ. Κώστας Κώστα (ΑΚΕΛ) αναγνώρισε ότι τα άτομα αυτά «κανόνισαν τις δουλειές τους, τα δάνεια τους και τις σπουδές των παιδιών τους με βάση» την συνταξιοδότηση στην ηλικία των 63 ετών, και άρα ανατρέπει κεκτημένα δικαιώματα και/ή νόμιμες προσδοκίες. Ο βουλευτής κ. Αλέκος Τρυφωνίδης (ΔΗΠΑ) ανέφερε ότι «διαπιστώνουμε ότι στους πρώτους που θα φύγουν μέχρι το 2025-26, θα υπάρξει μία αδικία γιατί φεύγουν αμέσως 70-80 άτομα και παίρνουν πάρα πολύ μικρή σύνταξη».
Εν ολίγης, αναγνωρίζουν μεν πως κάποια άτομα αδικούνται, από την άλλην όμως φαίνεται να υπονοούν πως αυτό ήταν μία απαραίτητη θυσία ή συμβιβασμός για το «κοινό καλό». Η θέση αυτή, όμως, από πλευράς ανθρωπίνων δικαιωμάτων πάσχει. Πρώτον και κύριο, η αρχή της ισότητας (άρθρο 28 του Συντάγματος) ή η απαγόρευση των αυθαίρετων διακρίσεων (άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και άρθρο 1 του 12ου Πρωτόκολλου που τη συνοδεύει) είναι απόλυτο δικαίωμα. Δηλαδή, οι αυθαίρετες διακρίσεις απαγορεύονται απόλυτα και χωρίς εξαιρέσεις. Αυτό που εννοούμε είναι ότι δεν δίδεται η δυνατότητα, όπως σε άλλα ανθρώπινα δικαιώματα, να περιοριστεί το δικαίωμα, και άρα να προωθηθούν αυθαίρετες διακρίσεις, για το «κοινό καλό». Αν κάποια άτομα πράγματι αδικούνται και μάλιστα άνισα, χωρίς κάποια αντικειμενική βάση (δηλαδή αν υπάρχει αυθαίρετη διάκριση εις βάρος τους), ασχέτως εάν εξυπηρετείτε το δημόσιο συμφέρον της πλειοψηφίας, τότε ο νόμος (ή η επίμαχες διατάξεις) είναι αντισυνταγματικές, χωρίς πιθανότητα διάσωσης.
Υπάρχει βέβαια και μία άλλη πτυχή. Κάτω από το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (άρθρο 23 του Συντάγματος και άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτόκολλου που συνοδεύει την ΕΣΔΑ), υπάρχει η έννοια της «νόμιμης προσδοκίας». Παρόλο που το δικαίωμα ιδιοκτησίας ενεργοποιείται κατά κύριο όταν κάποιος έχει ήδη αποκτήσει κάποια «περιουσία», η αρχή της «νόμιμης προσδοκίας» προστατεύει άτομα τα οποία καλόπιστα βασίστηκαν σε εν ισχύ νομοθετικές διατάξεις για επιδόματα, συντάξεις ή ωφελήματα που θα λάβουν στο μέλλον, από αιφνίδιες αλλαγές. Οι πολίτες δικαιούνται να βασιστούν στις εν ισχύ νομοθεσίες για επιδόματα, συντάξεις ή ωφελήματα που θα λάβουν κατά την αφυπηρέτηση τους, και δεν επιτρέπεται στον νομοθέτη να επεμβαίνει αυθαίρετα χωρίς ασφαλιστικές δικλίδες διασφάλισης των δικαιωμάτων τους, όπως για παράδειγμα μεταβατικές διατάξεις. Η δημοσία διαβούλευση αποσκοπεί ακριβώς στη δημιουργία τέτοιων δικλίδων.
Άρα αν για κάποιες ομάδες ΣΥΠ, τα συνταξιοδοτικά τους ωφελήματα κάτω από τον καινούργιο νόμο/τρόπο υπολογισμού είναι χαμηλότερα από ότι ίσχυε με τον προηγούμενο νόμο, στον οποίο καλόπιστα βασίστηκαν για να αναλάβουν οικονομικές υποχρεώσεις (π.χ. δάνεια ή σπουδές παιδιών), τότε υπάρχει επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας, η οποία θα πρέπει να εξεταστεί κάτω από συγκεκριμένες αρχές που θέτει η νομολογία και, δύσκολα, θα μπορούσε να αποδειχθεί ως νόμιμο. Παραπέμπουμε ενδεικτικά στις Κυπριακές αποφάσεις Δημητριάδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, συν. υποθ. 5660/13 κ.α., ημερ. 31.05.2019 και Κουτσελίνη-Ιωαννίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, συν. υποθ. αρ. 740/11 κ.α., ημερ. 07/10/2014, και στις εξής αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Belane Nagy v. Hungary, app. No. 53080/13, ημερ. 13/12/16 και Pine Valley Developments Ltd and Others v. Ireland, app. no. 12742/87, ημερ. 29/11/91.
Σε περίπτωση που πράγματι ισχύει η θέση ότι κάποιες ομάδες ΣΥΠ έλαβαν δυσμενή και αυθαίρετη διάκριση ως προς την μεταχείρισή τους από τον νέο νόμο, ο οποίος επεμβαίνει δυσανάλογα και παράνομα στη νόμιμή τους προσδοκία, τα άτομα αυτά δεν μένουν απροστάτευτα, αλλά τα ανθρώπινα δικαιώματα παρέχουν σημαντικές ασπίδες προστασίας, οι οποίες θα πρέπει να ενεργοποιηθούν και να διεκδικηθούν δικαστικά.
Το ερώτημα, όμως, που παραμένει είναι το εξής: Αν πράγματι «αδικήθηκε» μία ομάδα ΣΥΠ, πόσες άλλες ομάδες εργαζομένων ή/και πόσα άλλα άτομα έχουν «αδικηθεί» και δεν το έχουν ακόμη κατανοήσει; Ως προς αυτό, υπενθυμίζουμε τη γενική αρχή που θέτει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία συνοψίζεται στο ρητό «όσα δικαιώματα δεν διεκδικούνται, χάνονται/εκλείπουν δικαιωματικά». Πιθανόν η ώρα για δράση να είναι τώρα, και αργότερα να είναι ήδη αργά.