«Αναγκαστήκαμε να φύγουμε και να έρθουμε» δήλωσαν στη Γενί Ντουζέν πολλοί σεισμόπληκτοι από διάφορες περιοχές της Τουρκίας, λέγοντας πως έφυγαν με ό,τι βρήκαν από τα υπάρχοντά τους στα χαλάσματα, άλλος ίσως γάλα για το παιδί του, άλλος μια κουβέρτα.
Στο κύριο θέμα της η εφημερίδα σήμερα αναφέρει ότι σεισμόπληκτοι εξακολουθούν να έρχονται στα κατεχόμενα από το Αντίγιαμαν, το Χατάϊ, το Καχραμάνμαρας, για να βρουν μέλη της οικογένειάς τους και συγγενείς που μένουν εδώ. «Πήγαμε για ύπνο το βράδυ, είχαμε τα πάντα, σηκωθήκαμε το πρωί και δεν είχαμε τίποτα πια», δήλωσε ένας πατέρας που ήρθε στα κατεχόμενα.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, τα άτομα με τα οποία μίλησε ο δημοσιογράφος για το ρεπορτάζ του είπαν ότι ήρθαν λόγω των κακών συνθηκών και θα ήθελαν να επιστρέψουν στον τόπο τους.
Κάποιοι σεισμόπληκτοι από την Αντάκια, ένα από τα μέρη όπου ο σεισμός έγινε αισθητός πιο έντονα, δεν έχουν συγγενείς, ούτε δουλειά, ούτε σπίτι, ούτε αυτοκίνητο… Είπε ότι τους περιμένει μια νέα ζωή, προστίθεται. Οι άνθρωποι αυτοί εξέφρασαν την ευχή το ψευδοκράτους να τους στηρίξει.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, οι σεισμόπληκτοι από την Τουρκία έχουν ένα γραπτό έγγραφο με την υπογραφή και τη σφραγίδα των αρχών της AFAD (οργανισμός αντιμετώπισης καταστροφών και εκτάκτων αναγκών) και του διοικητή της επαρχίας τους. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ότι «λόγω της καταστροφής του σεισμού που έγινε στις 6 Φεβρουαρίου το σπίτι μου έχει καταστεί ακατοίκητο γιατί υπέστη σοβαρές ζημιές». Σημειώνονται δε το όνομα, η ταυτότητα, το φύλο, η διαμονή και ο αριθμός τηλεφώνου του ατόμου.
Έγινε γνωστό ότι το «πιστοποιητικό σεισμοπαθούς» που παρουσιάζεται κατά την είσοδο στο ψευδοκράτος καλύπτει μια περίοδο παραμονής στα κατεχόμενα 90 ημερών υπό κανονικές συνθήκες. Η εφημερίδα σημειώνει ότι το έγγραφο «Ανθρωπιστικής Άδειας Παραμονής» αναμένεται να επεκταθεί για 6 μήνες για όσους έρχονται από τις 11 επαρχίες της Τουρκίας που πλήγηκαν από τον σεισμό. Ωστόσο, παρατηρεί η Γενί Ντουζέν, ακόμη δεν έχει γίνει καμιά επίσημη δήλωση από πλευράς «κυβέρνησης» επί του θέματος.
Η εφημερίδα σημειώνει ότι οι περισσότεροι έρχονται ακτοπλοϊκώς και μεταξύ αυτών οι περισσότεροι είναι παιδιά και γυναίκες.