Παραμονή Χριστουγέννων του 1993 και ένας καβγάς σε ένα διαμέρισμα στη Χλώρακα κατέληξε σε διπλή τραγωδία, ντύνοντας στα μαύρα δυο οικογένειες.
Η έφοδος μελών της ΜΑΔΔ στο σπίτι, οδηγεί στο μεγαλύτερο μακελειό που καταγράφηκε στα κυπριακά αστυνομικά χρονικά. Η τραγική ιστορία αρχίζει με τις φωνές των Λευτέρη Ανδρονίκου και Έλσης Κωνσταντίνου που προκάλεσαν ανησυχία στους γείτονες. Αν και ενημέρωσαν την Αστυνομία, μέλη της οποίας έσπευσαν εκεί, κανένας δεν προέβλεπε ότι ο καβγάς και στη συνέχεια η ομηρία θα σταματήσει με αίμα.
Στις 24 Δεκεμβρίου του 1993, η μεταξύ τους σύγκρουση κατέληξε σε … ομηρία.
Ο Λευτέρης κρατούσε την αρραβωνιαστικιά του στο σπίτι σημαδεύοντας την στο κεφάλι με ένα κυνηγετικό όπλο.
«Μία κοπέλα από το δίπλα διαμέρισμα ζητά βοήθεια και ακούω κτυπήματα στους τοίχους», ήταν τα λόγια του γείτονα που ειδοποίησε τις Αρχές.
Λίγο αργότερα, φτάνουν έξω από το σπίτι φτάνουν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, φίλοι, συγγενείς του ζευγαριού και τηλεοπτικά συνεργεία.
Πολύωρη διαπραγμάτευση με τον απαγωγέα
Ο απαγωγέας απειλούσε πως θα σκότωνε τη αρραβωνιαστικιά του και έπειτα θα έβαζε τέρμα στη ζωή του. Δεν είχε αιτήματα προς τους διαπραγματευτές που βρίσκονταν έξω από την πόρτα του σπιτιού και προσπαθούσαν να τον πείσουν να αφήσει την κοπέλα ελεύθερη.
Οι ώρες περνούσαν και η αστυνομικοί αποφασίζουν να δράσουν αφού η κοπέλα ικέτευε τον αρραβωνιαστικό και απαγωγέα της να λέει “«Σκότωσ’ με τζιαι μεν με βασανίζεις άλλο».
Η ομηρία έληξε με αίμα..
Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα και η Αστυνομία έπρεπε να δράσει άμεσα.Οι άνδρες της Μηχανοκίνητης Μονάδας Άμεσης Δράσης σπάζουν την πόρτα του σπιτιού, ρίχνουν δακρυγόνα και ανοίγουν πυρ. Ο Λευτέρης που κρατούσε την αρραβωνιαστικιά του ως “ασπίδα” τραυματίστηκε θανάσιμα. Η Έλση, μεταφέρεται με σοβαρά τραύματα στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου, και λίγες ώρες αργότερα αφήνει την τελευταία της πνοή.
Μια διπλή τραγωδία, που προκάλεσε κατακραυγή της κυπριακής κοινωνίας που απαιτούσε πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης και απόδοση ευθυνών. Τον Ιανουάριο του 1997 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έκρινε ότι η ΜΜΑΔ δεν χρησιμοποίησε περιττή βία και αποφάνθηκε ότι η απειλή εναντίον της κοπέλας ήταν τόσο εμφανής και ξεκάθαρη που δικαιολογούσε άμεση επέμβαση.